Χρησιμοποιείται ως απάντηση από κάποιον ο οποίος βαριέται να δει το ρολόι του, ή δεν έχει.
- Τι ώρα είναι;
- Η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.
Χρησιμοποιείται ως απάντηση από κάποιον ο οποίος βαριέται να δει το ρολόι του, ή δεν έχει.
- Τι ώρα είναι;
- Η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.
Δες και δε θα 'ναι;, ώρα που γαμάν οι γύφτοι.
Got a better definition? Add it!
Χρησημοποιείται υποτιμητικά όταν «μάγκας» γκαζώνει απότομα μηχανή, αυτοκίνητο, παπάκι. Προέρχεται από το βίτσισμα του αλόγου ή καλύτερα του γαϊδάρου για να πάει γρηγορότερα.
Ββββββββββρρρρρρρρρρρρρνννννννννν...
-Το βιτσίζει το καγκούρι.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ως υποτιμητική «προτροπή» όταν κάποιο άτομο βήχει έντονα, πνίγεται από φαγητό, όταν αρχίσει να αναγουλιάζει ή όταν έχει ήδη αρχίσει να ξερνάει.
- Δεν αισθάνομαι καλά, θα κάνω εμετό.
- Γρήγορα στην τουαλέτα.
- Μπλλουυαααα...
- Ε που να ξεράσεις τα άντερα σου και τα συκώτια σου!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ αδύνατο άτομο.
- Πώς έγινε έτσι ρε ο Νίκος;
- Άσε. Στην πόλη που πέρασε δεν τρώει τίποτα, έχει γίνει σα σουβλί.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ ψηλό και λεπτό άτομο. Καταλληλότερο για άντρα.
-Πώς είναι ρε αυτός έτσι;
-Είναι σαν τηλεγραφόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Η λεπτή και με λεπτά πόδια κοπέλα.
- Φίλε, ωραίο γκομενάκι αλλά ξυλόκοτα.
- Άσε, αν δεν έχει λίγο μπουτάκι να πιάσεις τι να το κάνεις.
Got a better definition? Add it!
Ο ατζαμής, ο ζημιάρης, αυτός που έχει την δεξιότητα σκιάχτρου.
- Πάλι έσπασες πιάτο; Έχει μείνει το μισό σερβίτσιο. Μα αχυρένιος είσαι;
Got a better definition? Add it!
Το μωρό, ειδικά όταν έχει συλληφθεί εκτός γάμου.
- Τα 'μαθες; Έγκυος η Μαρία.
- Θα της τον κουβαλήσει της μάνας της τον κουνενέ.
Got a better definition? Add it!
Ο μικροκαμωμένος άντρας, ο οποίος πολλές φορές το παίζει και μάγκας από κόμπλεξ.
- Τι κακαντράκι είναι αυτό. Μας το παίζει και ωραίος. Μια σφαλιάρα να του σκάσεις είναι κάτω.
Got a better definition? Add it!
Ο λεπτός και συνήθως με λεπτά πόδια άντρας. Από το ομώνυμο πουλί.
-Πώς είσαι έτσι ρε, σα σπίνος.
Βλ. και σχετικό λήμμα καλαμκανάς
Got a better definition? Add it!