Όχι ο ανθέλληνας, αλλά ο Έλληνας που είναι ενάντια στους Ελληνάρες.

Επειδή είναι ο ίδιος Έλληνας, τα βλέπει όλα άσπρο - μαύρο με δραματικό τρόπο και χωρίς πολύπλευρη κρίση.

Δηλαδή, όλα τα ελληνικά είναι χάλια κι όλα τα ξένα καλά. Δηλαδή, Νίκος Δήμου.

-Μ' αρέσει η διαύγεια της κριτικής του σκέψης.
-Παπαριές μανίτσα μου! Ανθελληνάρας είναι!

Η μαλακία του να είσαι Ανθελληνάρας!... (από Lafkadio, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.

Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το «άσε γι' αύριο», η συνήθεια του τεμπέλη να τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα. Επίσης, «αυριόλας» είναι αυτός που συνηθίζει να λέει «αύριο όλα».

Ασίστ: Μες, Παυλέας.

- Δεν τσιμπάς εκείνο το λημματάκι απ' το Δημόσιο Πρόχειρο;
- Δεν βαριέσαι! Άσ' το για αύριο!
- Πω πω μεγάλη ασαυρία αδερφέ!

(από pavleas, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφω έναν σούπερ ντούπερ ορισμό στο slang.gr και γι' αυτό παίρνω όλους τους αστερίες του ντουνιά από τους άλλους σλανγκιστές.

-Άστραψες! Εύγε, μπράβο ρε! Λωλ και καραλώλ, και ξαναμανακαραλώλ! Όλοι οι γαλαξίες του ντουνιά για πάρτη σου άρχοντά μου! Ο Γαλαξίας της Ανδρομέδας δικός σου και του Κενταύρου κι αυτός δικός σου!!!

(Παραλήρημα σπεκουλαδόρου που εννοεί: «Θυμήσου να βάλεις και σε μένα το δεκάρι, στον επόμενο ορισμό μου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στερητικό «α-», και τα «φράγκα», όπως λέγονταν παλιά τα λεφτά, μπικικίνια κτλ. Σημαίνει το να μην έχει κανείς καθόλου χρήματα, να είναι πανί με πανί, στον άσσο, απένταρος, να μην έχει δεκάρα τσακιστή. Συνηθίζεται στην εποχή της οικονομικής στύσης. Σημειωτέον ότι οι λέξεις που εκφράζουν αυτήν την κατάσταση είναι με πολύ παρωχημένα νομίσματα, λ.χ. απένταρος, άφραγκος. Δεν θα έπρεπε να σλανγκιστεί το «άνευρος»; Λέμε τώρα...

Από Δ.Π. του Vrastaman.

Έχω μεγάλες αφραγκιές! Έμεινα στον άσο! Ούτε στο Flocafe δεν μπορώ να πάω για ένα καπουτσίνο! Πάλι καλά που έχω σέικερ και στο σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητική λέξη από τον ήχο του γέλιου. Είναι επιφώνημα και εκφράζει μειωτική, επιτιμητική, ειρωνική, περιπαικτική, γενικά αρνητική στάση του ομιλητή έναντι αυτού προς τον οποίο απευθύνει τον λόγο. Επέτεινε την χρήση του ο Μάρκος Σεφερλής.

Αχαχούχα! Πώς είναι έτσι ντυμένη σαν τσόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας εύσχημος τρόπος να υπαινιχθείς, ότι κάποιος είναι μαλάκας, ιδίως σε γραπτό και επίσημο λόγο.

-Ο κύριος Τοσοδούτσικος είναι ένας βλάκας με κεφαλαίο...
-Βήτα;
-Όχι, μι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του γατόνι, του πολύ έξυπνου ανθρώπου που είναι ξεφτέρι. Μόνο φανταστείτε μια γάτα να έχει πέταλα.

- Γάτα η κυρία! Γάτα με πέταλα η δικιά σου δικέ μου!

(από GATZMAN, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος γέρος θυμάται να ερωτευτεί στα γεράματα. Γιατί όχι; Τώρα που υπάρχουν και τα Βιάγκρα... Απλώς είναι πιθανό να κάνει γελοία και άκαιρα πράγματα.

-Άσε τι έπαθα! Ερωτεύτηκε κι ο πατέρας μου την Λίλιαν! Λες να γίνουμε σαν τον Κούρκουλο και τον Χατζησάββα στην «Αναστασία»;

-Βιάγκρα γιοκ! -Με ποιο δικαίωμα!!! (από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified