Κατά το «χριστιανόφατσα», η φούστα που φτάνει ως τον αστράγαλο, και μπορεί να την φοράει μόνο θεούσα. Συνεκδοχικά, η θεούσα. Οι updated χριστανόφουστες είναι έθνικ στυλ.
Είχαν μαζευτεί πέντε έξι χριστιανόφουστες έξω απ' την Καπνικαρέα.
Κατά το «χριστιανόφατσα», η φούστα που φτάνει ως τον αστράγαλο, και μπορεί να την φοράει μόνο θεούσα. Συνεκδοχικά, η θεούσα. Οι updated χριστανόφουστες είναι έθνικ στυλ.
Είχαν μαζευτεί πέντε έξι χριστιανόφουστες έξω απ' την Καπνικαρέα.
Got a better definition? Add it!
Τα νηστήσιμα προϊόντα που πωλούνται σε αλυσίδες φαστ-φουντ κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, αρχής γενομένης από τα McDonalds. Ακολούθησαν τα Goodys και μετά όλοι μέχρι και τα σουβλατζίδικα, με παρασκευή νηστήσιμων σουβλακιών. Η λέξη είναι ο τίτλος των εν λόγω εδεσμάτων που προσφέρουν τα McDonalds, αλλά έχει μια σλανγκική χροιά, καθώς για πολλούς αποτελεί λέξη- σύμβολο του πώς τα πάντα μπορούν να απορροφηθούν από το καταναλωτικό σύστημα, ακόμη και πολιτισμικές αξίες ή έθιμα με παράδοση αιώνων.
McΣαρακοστή! Άντε και καλή McΑνάσταση!
(Από την διαφήμιση των εν λόγω προϊόντων του McDonalds).
Got a better definition? Add it!
Inside joke άγαμων (κυρίως) κληρικών και μοναχών, που διαπιστώνουν ότι ναι μεν η ανακάλυψη και διάδοση της σόγιας έχει δώσει μια άλλη διάσταση κι ευχέρεια στην Σαρακοστή, καθώς τώρα υπάρχουν νηστήσιμα γάλα από σόγια, τυρί από σόγια, παγωτό από σόγια, μπριζόλες από σόγια, κιμάς από σόγια, κ.ο.κ. πλην το βασικό πρόβλημα παραμένει όσο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί η γυναίκα από σόγια. Για πολλούς βέβαια από αυτούς δεν είναι ακριβώς η γυναίκα από σόγια, που αποτελεί τον καημό τους.
– Ωραίο γεύμα Αρσένιε, μπολονέζ από σόγια με παγωτό στρατσιατέλα από σόγια.
– Αχ, Ακάκιε, την γυναίκα από σόγια πότε θα την ανακαλύψουν!
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοέλληνας που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «πέσαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίου γουτσισμού, όπου η γκόμενα χρησιμοποιεί λίγο παρά πάνω ρομαντισμό, λάτιν τραγούδια και γαμωτζάζ από την ορθή καυλωτική δοσολογία, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα αντίθετο αντικούκου αποτέλεσμα, και να αναφωνήσουμε «πέσαμε μούτσο» παρατηρώντας τον ημίσκληρο φευ μπαργαλάτσο μας!
– Ζουζουλίνι μου, μωρουλίνι μου, λιλουλίνι μου, μπουμπούκο μου, besame mucho, καθώς ακούμε τζαζ!
– Τι besame mucho, που πέσαμε μούτσο! Βρες την με τα κηροπήγια τώρα!
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας» βρίσκεται στον Ψαλμό 117 του Δαυίδ και αντλείται από την οικοδομική τέχνη της εποχής. Σημαίνει έναν λίθο που τον δοκιμάζουν οι οικοδόμοι και επειδή τον βρίσκουν αδόκιμο για την κατασκευή του δικού τους οικοδομήματος τον απορρίπτουν. Όμως ο ίδιος λίθος γίνεται ακρογωνιαίος, δηλαδή αυτός που στηρίζει τα πάντα, σε ένα άλλο οικοδόμημα.
Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πολύ στην διαμάχη Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, στην απόρριψη του δεύτερου απ' τον πρώτο και την εγκόλπωσή του από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Σήμερα, όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση, εννοούμε ότι κάτι που απορρίψαμε ως ασήμαντο στο παρελθόν αποδείχτηκε πάρα πολύ θεμελιώδες στο μέλλον, π.χ. μια δουλειά, μια επαγγελματική ευκαιρία, μια σχέση κ.ο.κ. Επίσης, ότι κάποιος περιθωριακός αναδεικνύεται τελικά σε σημαντικότατο παράγοντα για μια κοινωνία. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης είχε γράψει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με αυτόν τον τίτλο, εννοώντας τον εαυτό του.
Το αυτοαναφορικό γνωμικό «λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ» σημαίνει μια περιθωριακή λεξούλα, που οι κυριλέ λεξικογράφοι, όπως ο οξαποδώ Μπαμπινιώτης απαξίωσαν να συμπεριλάβουν στα πολυτελή λεξικά τους, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγη, και να βρει λίγη περίθαλψη, στοργή και θαλπωρή μόνο στον διαδικτυακό τόπο του slang.gr. Κι όχι μόνο να βρει άσυλο απ' τους διώκτες της, αλλά και να διαπρέψει, και να καταδείξει την γονιμότητά της, αναδεικνυόμενη σε λημματομάνα και «κεφαλήν της σλανγκ».
Το γνωμικό θέλει να δείξει ότι το slang.gr είναι πάνω απ' όλα μια φιλανθρωπική οργάνωση, κάτι σαν το «Χαμόγελο του Παιδιού» ή τον Ξενώνα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών για τα θύματα του trafficking. Σκοπός του είναι να αποτελέσει ένα άσυλο για όλες τις άστεγες λεξούλες, τις περιθωριακές, τις ανένταχτες, τις λεξούλες- πρόσφυγες, που κάποιοι καλοβλαμμένοι μικροαστοί κύριοι θεώρησαν πρέπον να εξοβελίσουν από τον επίσημα καταγεγραμμένο λόγο τους, κλείνοντας τα μάτια στην αδιαμφισβήτητη ύπαρξή τους. Σ' αυτές τις λεξούλες είναι που το slang.gr δίνει και πάλι δικαίωμα στην ύπαρξη, δημιουργώντας έναν χώρο, όπου να μπορούν όχι μόνο να προστατευθούν από τους διώκτες τους, αλλά και να εκδιπλώσουν τις δεξιότητές τους και να δείξουν την γονιμότητά τους, παράγοντας άλλες συγγενείς τους λέξεις!
Το γνωμικό αυτό έχει βέβαια δώσει λαβή και στις λεγόμενες «σλανγκικές έριδες». Δηλαδή, πολλοί ισχυρίζονται ότι μόνο αυτές οι λέξεις, που έχουν φάει έξωση από τα κυρίαρχα Λεξικά είναι σλανγκ. Και ότι, αντιστρόφως, αν μια λέξη υπάρχει στα Λεξικά του κυρίαρχου λόγου, δεν έχει δικαίωμα να χαίρει της εκτιμήσεως των σλανγκιστών, αλλά πρέπει να της δειχτεί η κάρτα ceci n'est pas slangue. Ωστόσο, η mainstream άποψη στους κόλπους της σλανγκ (αν το mainstream slang δεν αποτελεί μια contradictio in termis) είναι ότι το κατά πόσον ένα λήμμα είναι σλανγκ ή όχι δεν εξαρτάται μονότροπα απ' το κατά πόσο δεν έχει καταχωρισθεί στα μεγάλα κυρίαρχα Λεξικά, αλλά είναι εντέλει θέμα του σλανγκικού αισθητηρίου, που όλοι οι Σλάνγκοι κατά κάποιο τρόπο διαθέτουμε, χωρίς να μπορούμε πάντα να το προσδιορίσουμε λογικά. Τελικά, για να παραφράσω τον ορισμό του ανθρώπου απ' τον Δημόκριτο, «σλανγκ εστί ο πάντες ίδμεν», «η σλανγκ είναι αυτό που όλοι ξέρουμε τι είναι».
Χαρακτηριστική περίπτωση το λήμμα lol, λολ, που δεν υπάρχει στον Μπαμπινιώτη ή σε άλλα Λεξικά του κυρίαρχου λόγου, κι όμως όχι μόνο έχει βρει άσυλο στο slang.gr, αλλά και έχει γεννήσει δεκάδες λήμματα, καθιστάμενο σλανγκομάνα και «κεφαλή της σλανγκ».
Got a better definition? Add it!
Συνεκδοχικά, και ο άντρας που κάνει τον δύσκολο, τον κομψευόμενο, τον hard to get. Λέμε: «μην το παίζεις γκόμενα».
Ετυμολογίες και παρετυμολογίες:
Θα υποστήριζα ευχαρίστως την εκδοχή που έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη, ήτοι ότι προέρχεται από το ιταλικό gommeno, από το γαλλικό gommeux, από το gomme (=γόμμα), από μια λατινική λέξη, που με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό κόμμι (every word has a greek root!), το οποίο όμως προέρχεται από το αιγυπτιακό kmjt. Το κόμμι είναι μια κολλώδης αρωματική ουσία, όπου η γκόμενα είναι η αρωματισμένη, αυτή που προσέχει τις λεπτομέρειες της εμφάνισής της, η ηδυπαθής. (Σημειωτέον ότι είναι αντιδάνειο από τους Ιταλιάνους, που το πήραν πιο πριν από μας). Μου φαίνεται πιο πιθανό να είναι αυτό η ετυμολογία, και οι άλλες πολύ ελκυστικές και γοητευτικές ερμηνείες ή παρετυμολογίες. Πάντως,
Κατά το Πονηρόσκυλο, που συνήθως τις οσφραίνεται σωστά τις ετυμολογίες, η ετυμολογία είναι από το βενετσιάνικο gomena = σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι. Είναι η ίδια λέξη που στα Ελληνικά εξελίχθηκε και σε γούμενα = καραβόσκοινο. Η σχέση με τις γυναίκες είναι ακριβώς ότι σε δένουν γερά και δεν μπορείς να κάνεις βήμα.
Η ironick δίνει μια επιπλέον καραμελοδραματική διάσταση, παρατηρώντας ότι ο Ανδριώτης λέει ότι gomena ήταν στα ιταλικά η θηλιά που έδενε ο απεγνωσμένος εραστής για να κρεμαστεί.
Η ναυτική προέλευση φαίνεται και στην ετυμολόγηση του liako50: Η λέξη «γκόμενα» προήλθε από την παραφθορά της αγγλικής φράσης «go with men» (η γυναίκα που πάει με πολλούς άντρες, η ανήθικη, η πόρνη). Η λέξη είναι, λένε, εφεύρημα των ελλήνων ναυτικών (πληρωμάτων εμπορικών πλοίων) που παλιότερα δεν γνώριζαν καλά την αγγλική γλώσσα και παραποιούσαν πολλές αγγλικές λέξεις και φράσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα παρετυμολογίας methinks.
Από κάποιον είχα ακούσει ότι βγαίνει και από το «ηγουμένη»(!), όχι βέβαια μοναστηριού, αλλά καραβιού, δηλαδή από την γοργόνα που είναι στην πλώρη και ηγείται του καραβιού.
Διαλέχτε και πάρτε!
Έλα ρε Μήτσο, που δεν θες να έρθεις μαζί μας σεξουαλικές διακοπές στην Μουνλανδία! Μην παίζεις την γκόμενα! Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει, σε έχουμε μάθει τώρα!
Σύγκρινε με κυρία.
Got a better definition? Add it!
Το «καρά» έχει καταλήξει να είναι επιτατικό, από το τουρκικό «καρά», που σημαίνει «μαύρος». Οπότε το «καραμελόδραμα» είναι το ακραίο «μελόδραμα». Αλλά επειδή γίνεται λογοπαίγνιο με την λέξη «καραμέλα», σημαίνει τελικά το μελόδραμα για κυρίες, όλων των φύλων, που κλαίνε ενώ είναι συνηθισμένες στα κομφόρ και τις πολύ σοφτ καταστάσεις. Άρα για το μελόδραμα με στοιχεία γελοιότητας, ή το πολύ σοφτ μελόδραμα.
-Τρέξτε όλοι να παρακολουθήσετε το φαντασμαγορικό καραμελόδραμα «the Slang and the Restless»: Θα σφάξει το Λίλιαν τον Πέρι στην μαρτυρική μεγαλόνησο; Θα παντρευτεί η Λάουρα τον Μένιο; See it all on slang.gr!
Got a better definition? Add it!
Βλ. τα λήμματα GTP, gtpk, για τον πέουλα.
Το προφυλακτικό.
Το μουνί, ο κώλος, και οι άλλες οπές του σώματος, μέχρι των πόρων του δέρματος κατά GATZMAN.
Απορία: Πώς ξεχωρίζουμε μία μάρκα προφυλακτικών που είναι για τον πούτσο, λ.χ. επειδή σπάει πολύ εύκολα, αφού όλα είναι για τον πούτσο;
Ασίστ: Βικάριος.
– Άσε, τα προφυλακτικά Mycenean είναι τελείως για τον πούτσο! Το έκανα χτες με μια Σουηδανή κι έσπασε πάνω στην ολοκλήρωση. Με βλέπω να κάνω κανά Σουηδανάκι...
– Γιατί και τ' άλλα προφυλακτικά για τον πούτσο δεν είναι;
– Ναι, αλλά τα Mycenean είναι για τον πούτσο για τον πούτσο!
Got a better definition? Add it!
Πολλά από τα γνωμικά και παροιμίες είναι διφορούμενα και επιδέχονται δύο αναγνώσεων. Λ.χ. το «η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά» μπορεί να διαβαστεί ως ένα εγκώμιο στην βρώμα, άκα «η βρωμιά είναι μισή αρχοντιά». Το «φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» σλανγκίζεται ως «μην τα φυλάς τα ρούχα σου για να τα έχεις όλα». Έτσι και το «αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη», μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «αντίστροφα μηνύματα» και τελικά ενθαρρύνει τον Ρωμηό στην κλεψιά και την μπαγαποντιά! Είναι εξάλλου γνωστό ότι ένας κλέφτης μπήκε πρώτος στον παράδεισο.
Η έκφραση λέγεται για περιπτώσεις όπου προφανείς κλέφτες είναι υπεράνω του νόμου και επιβραβεύονται κιόλας απ' την Πολιτεία και τους θεσμούς. Έχει κυκλοφορήσει και ένα ομώνυμο κόμικ του Αρκά με ήρωα τον Ισοβίτη.
Συνώνυμο: Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη.
Τελικά τα Γκόλντεν μπόιζ αφού κερδοσκόπησαν εις βάρος όλων μας και βύθισαν την παγκόσμια οικονομία στην άβυσσο, θα πάρουν και επιδοτήσεις από το κράτος, δηλαδή απ' τους φορολογούμενους. Έτσι είναι! Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη!
Got a better definition? Add it!
Παμπάλαια δόκιμη λέξη εκ του «έσχατον» και «γήρας», που δηλώνει άρα τον ευρισκόμενο σε έσχατον γήρας, δηλαδή τον πάρα πολύ γέρο. Ορθογραφείται η κατάληξη με ωμέγα, όπως το «αγήρως», επειδή θεωρώ ότι προέρχεται εκ συναιρέσεως «εσχατογήραος»-«εσχατόγηρως» («εσχατογήρως» θα ήταν κανονικά αλλά υπάρχει και η σλανγκική αδεία).
Ωστόσο, η λέξη σλανγκίστηκε ως ένα σλανγκολόγιο ισοδύναμο για τον «σκατόγερο», δηλαδή για τον γέρο με σκατένιο χαρακτήρα. Να σημειώσω ότι γενικότερα υπάρχει η τάση να παρετυμολογείται το «σκατόν» από το «έσχατον», επειδή είναι ομοίηχα και το «σκατό» είναι άλλωστε το «έσχατο» του πεπτικού συστήματος. Ομοίως, υπάρχει η τάση να συμφύρονται η «εσχατολογία» και η «σκατολογία». Όμως, το σκατό ετυμολογείται:
σκατό < μεσαιωνικό: σκατόν από τον πληθυντικό σκατά του αρχαίου σκωρ, σκατός = περίττωμα < ινδοευρωπαϊκό sker- = αποπατώ, πρβλ λατινικό *muscerda = περίττωμα ποντικού.
Ενώ:
έσχατος < έχσ-κα-τος / *έξ-κα-τος < πρόθεση *εξ, πρβλ έγκατος, έγκατα < ινδοευρωπαϊκό *eghs.
Οπότε ο όποιος συσχετισμός υπάρχει μόνο στα πλαίσια της καλπάζουσας σλανγκικής φαντασίας μας.
Ασίστ: Mes, Vrastaman.
Στο ρετιρέ της Αμαλίας το Λίλιαν γαμήθηκε ακόμη και μ' αυτόν τον εσχατόγηρω, τον Επαμεινώνδα!
Got a better definition? Add it!