Μιλάω και κανείς δεν με καταλαβαίνει. Συνώνυμο: αλαμπουρνέζικα.

Παρασκευή, Μάϊος 09, 2008
你想要什麼?

Μήπως τελικά μιλάω Κινέζικα;
Χθες στο γραφείο μιλούσα και κανένας από όσους είχαν έρθει για να εξυπηρετηθούν δεν με καταλάβαινε.
«Τι μέρα είναι» ρωτούσα, «καλοκαίρι» μου απαντούσαν.
Στην ερώτηση «Πώς σας λένε» με κοίταζαν σαν να τους ζητούσα την τετραγωνική ρίζα του 1234567890987654321. (από j-jimmy-rose.blogspot.com)

(από ironick, 21/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Επήλθε μεγάλη σύγχυση. Προφανώς τα πράγματα μπερδεύτηκαν τόσο πολύ ώστε έγιναν αξεδιάλυτα, όπως γίνεται με ό,τι αλέθει ο μύλος (εκείνος ο καλός ο μύλος που όλα τα αλέθει, ξέρετε).

(Πρώτο θέμα σε δελτίο ειδήσεων των οκτώ):
«Μύλος έγινε στο slang.gr με το θέμα του τί θεωρείται καταχωρίσιμο στο λεξικό και τι όχι. Η συζήτηση επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, χωρίς ωστόσο να κακοκαρδιστούν οι χρήστες που συμμετείχαν στον διάλογο.»
- Ε όχι και μύλος ρε φίλε, μια κουβέντα κάναμε, αυτό ήταν όλο. Πολύ δραματικά το είδες το πράμα. Τι ήθελες, να συμφωνούμε όλοι;, μουρμούρισε ο χρήστης (του slang) παρακολουθώντας το δελτίο, και τελικά έκλεισε την τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τότε που ο άνθρωπος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα επί γης, τότε που ο φλοιός του πλανήτη ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση (Πλειστόκαινο). Η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άκρως παρελθόντα χρόνο.

- ...και πότε έγινε αυτό;
- Ούουουου! Πάνε πολλά χρόνια. Τότε που η Αλίκη τα είχε με τον Στέλιο, νομίζω.
- Α καλά, επί Πλειστοκαίνου δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έτοιμοι, εφεδρικοί και κατεστημένοι συνδυασμοί ρούχων της γυναικείας γκαρνταρόμπας.

Οι «στολές», σωτήρια κατάληξη του γυναικείου ενδυματολογικού αδιέξοδου, υπάρχουν πάντα κρυμμένες, όχι μέσα στο ντουλάπι, αλλά στο μη αυτοκαταστροφικό τμήμα του ασυνειδήτου της γυναικείας ψυχής (υπάρχει και τέτοιο. Ένδον σκάπτε, που έλεγε και ο Μάρκος Αυρήλιος). Καταπολεμούν δραστικά το φαινόμενο κατά το οποίο η γυναίκα κάθεται αγχωμένη και εκνευρισμένη τα μάλα μπροστά στη ντουλάπα (την οποία αδειάζει πάνω στο κρεβάτι, το ένα ρούχο μετά το άλλο, οργισμένη ή/και κλαίγοντας και μισώντας όλον τον κόσμο και κυρίως τους άντρες και τις φίλες της) μην ξέροντας τι να φορέσει, το ένα την παχαίνει, το άλλο την χλωμαίνει, το τρίτο δείχνει το βυζί μικρό, το τέταρτο τετραγωνοποιεί τον κώλο, το πέμπτο θέλει σιδέρωμα, από το έκτο έχει χαθεί το κουμπί, το άλλο φεγγίζει, άλλο ένα παραείναι προκλητικό και κάνει το βυζί αγελαδινό, τα υπόλοιπα όλα δεν της κάνουν πια γιατί πάχυνε).

Οι «στολές» ποικίλλουν ανάλογα με το πού και γιατί θα φορεθούν: στη δουλειά, για την περίοδο, για το σούπερμάρκετ, στις κηδείες, στις εξόδους με φίλες, κλπ.

  1. - Α, τι ωραία που είσαι ντυμένη σήμερα; Δεν τα έχω ξαναδεί αυτά τα ρούχα, καινούργια;
    - Τι καινούργια ρε Βίκη, θα με τρελλάνεις; Στολή είναι, δεν την έχεις ξαναδεί;

  2. - Και τι θα φορέσεις;
    - Ε, στολή, κλασικά, δεν είμαι σε φάση να ψάχνομαι όλο το βράδυ μπροστά στον καθρέφτη!

βλ. και βαφτιστικό, ορισμός doodoon

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση γουτσισμού (μάλλον σε αυτή την κατηγορία υπάγεται). Σημαίνει (και λέγεται με το ίδιο ύφος): «τσ-ξςςςς!...», «ατιμούτσικο...», «πονηρούλη!», «δεν μας τά 'χες πει αυτά», «έλα δω να σου πω», και τέτοια. Η πρόθεση αυτού που το λέει είναι περιπαικτική και γουτσιστική συγχρόνως.

Ο τονισμός κανονικά πέφτει στο δεύτερο γκου- : γκουτουγκούτου, προφέρεται τραγουδιστά και καμιά φορά με λίγο τρεμάμενη φωνή (δεν ξέρω γιατί) και με κάπως αργό ρυθμό.

Νομίζω ότι το πρωτολάνσαρε κάποιος από τους διαφόρους Λαζόπουλους, Κλυνν και λοιπούς, αλλά δεν θυμάμαι.

- Χθες σε έψαχνα και δεν ήσουν πουθενά.
- Ναι, είχα βγει με τον Αλέξη.
- Αχά, γκούτου-γκούτου... Και τί κάνατε;
- Μμμμμφ...
- Καλά, δεν σε βρίσαμε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας προσθέσω και γω το λιθαράκι μου στην πληθώρα ερμηνειών για την λέξη αυτή.

Κλασομπανιέρα λοιπόν, είναι το πολύ μικρό όχημα ή σκάφος. Τόσο μικρό ώστε θυμίζει λεκανάκι όπου μπανιάρεις τα μωρά.

Βόλτα στο λιμανάκι κάποιου νησιού:
- Δες μωρό μου αυτή τη βαρκούλα τι χαριτωμένη που είναι!
- Ποια ρε Μαρία;
- Αυτήν εκεί, την μικρούλα!
- Αυτό δεν είναι βαρκούλα, αυτό είναι κλασομπανιέρα αγάπη μου...
- Σιγά, έμαθες εσύ στα κότερα και δεν σου κάνουν οι βάρκες...
(και μετά χωρίσανε).

(από ironick, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Τζιά. Το νησί όπου κολυμπάνε όλοι οι κώλοι. Το νησί που ανακαλύψανε πρόσφατα οι Αθηναίοι ενώ ήταν μπροστά στη μύτη τους.

- Πού θα πάτε φέτος διακοπές;
- Τζιαμάικα... Δεν έχουμε λεφτά. Χτίζουμε ένα σπίτι εκεί μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσαπατσούλικη πράξη, η βιαστική, που γίνεται σε μια στιγμή, άτεχνα, τσάκα-τσάκα (από τα ρήματα αρπάζω + κολλάω).

- Πώς σου φάνηκε η δουλειά του Στέλιου;
- Τι να σου πω, μπορούσε και καλύτερα. Τελείως άρπα-κόλλα ήτανε. Έτσι μπορούμε όλοι μας. - Αυτό του είπε και ένας κριτικός.
- Μπα, βρέθηκε κριτικός να πει κάτι σωστό... Και τι απάντησε;
- «Άποψη».
- Α μάλιστα, κατάλαβα...

Άρπα (από Vrastaman, 14/07/08)Κόλλα (από Vrastaman, 14/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Teddy boy που ήταν ένα συγκεκριμένο στυλ ανδρών της δεκαετίας του 50 στην Αγγλία, με ολόκληρη ιστορία πίσω τους (βλ. εδώ).

Μετά πήρε, όσο γνωρίζω, νέα σημασία η λέξη και σημαίνει τον καλοζωισμένο αλητάμπουρα, ομορφούλη και καλοβαλμένο, μοσχαναθρεμμένο, της καλής κοινωνίας τσογλάνι.

Tέντυ είναι το λούτρινο αρκουδάκι στα αγγλικά, το teddy-bear, χαριτωμένο παιχνίδι, απόλυτο σύμβολο της αστικής τάξης, το οποίο κυρίως τα κοριτσάκια λάτρευαν και πάντως πολύ λίγα παιδιά το χαίρονταν την εποχή κατά την οποία πρωτοβγήκε (μάλλον προς τα τέλη του 19ου- αρχές 20ού;). Νομίζω από κει προέρχεται και η έκφραση.

- Ρε τον Σάκη!...
- Είδες... Από τότε που πήγε στην Αγγλία για σπουδές την έχει δει τέντυ μπόυ...

Βλ. και τεντιμπόης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζω πολύ άσχημη ζωή, αντιμετωπίζω τρομερά προβλήματα (υγείας, διαβίωσης, κοινωνικά, συναισθηματικά κά), ανήκω στους πραγματικά δυστυχείς αυτού του κόσμου.

- Ρε παιδάκι μου, πολύ ξινή γυναίκα αυτή η Λέλα... Όλο μούτρα έχει. Τί ζόρι τραβάει ρε πούστη μου; Έρχεται σπίτι να καθαρίσει και μου σπάει το μπούτσο, όλο παρατηρήσεις μου κάνει λες και την έχω μάνα μου!
- Ε, άσ' τηνα μωρέ, έχει σκατοφάει πολύ στη ζωή της... Φτώχεια, ο άντρας της ένα αρχίδι και μισό, αλκόλα του κερατά, χαρτομπαίχτης που χρωστάει τον κώλο του, η μια κόρη της κλέφτρα, η άλλη της βγήκε σβάκι, ζούνε όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο κι αυτή δουλεύει να τους ζήσει... Έχει και τη μάνα της που δε λέει να πεθάνει, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published