Όλος-ο-χρόνος-κλασική έκφραση που υποδεικνύει αυτόν που δεν έχει ειρμό στην κουβέντα του ή στις πράξεις του, παρουσιάζει ανεξήγητη συμπεριφορά ή πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, επειδή έτσι του ήρθε, επειδή εκείνη τη στιγμή το θυμήθηκε και χάρηκε με την τρομερή σκέψη του.

- ... και όπως είπαμε, εσύ Αντρέα θα αναλάβεις το διαφημιστικό πρότζεκτ και η Τατιάνα θα κάτσει να ενημερώσει τους συνεργάτες μας.
- Ρε παιδιά, απίστευτο, δεν έχει ξαναγίνει 19-18 το σκορ...
- Τι είπε;
- Άσ' τονα, αυτός, είναι αλλού, ό,τι θυμάται χαίρεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω κοντινό»: έκφραση που προέρχεται από την ζαργκόν των κινηματογραφιστών. Σημαίνει κάνω κοντινό κάδρο, δηλαδή τραβάω από πολύ κοντά το αντικείμενό μου, συνήθως πρόσωπο.

Όταν η έκφραση σλανγκίζεται, σημαίνει προσεγγίζω κάποιον με ιδιαίτερη πίεση, με θυμό ή με σκοπό να κερδίσω κάτι απ' αυτόν, τον μαρκάρω δηλαδή, είτε για να τον απειλήσω ή για να τον εκμεταλλευτώ.

- Πώς διάολο γνωρίστηκαν με τον Χ. και τώρα τους βοηθάει αυτός σε κάθε τους δουλειά κι έχουν το όνομά του για κράχτη, μου λες;
- Ε, δεν ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά... Αφού είναι χεσμένοι στο τάλιρο οι τύποι. Θα τον φώναξαν μια μέρα σπίτι για φαγητό, θα χάρηκε αυτός που του κάνουν τέτοια τιμή, θα του κάναν κανα κοντινό, θα τον ρωτήσαν πόσα θες, θα είπε τόσα, θα του είπαν πάρ' τα, και να, έγινε η δουλειά. Εύκολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά ή και ευρέως διαδεδομένος τύπος άξεστου ανθρώπου, ο οποίος επιμένει να το παίζει «αριστοκρατία», αντιγράφοντας αξίες οι οποίες δεν είναι όπως τις αντιλαμβάνεται και τις οποίες δεν κατέχει. Υποτιμά, την ίδια στιγμή, την ταπεινή καταγωγή του, όχι επειδή αυτή είναι ταπεινή, αλλά επειδή εκείνος την ντρέπεται. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφει (χωρίς να το καταλαβαίνει πολλές φορές) ό,τι καλύτερο έχει να δώσει η ταπεινή ζωή, αλλά και η πιο εξελιγμένη. Αδικεί και τις 2 αυτές όψεις (αυτήν την οποία μιμείται και αυτήν που τον χαρακτηρίζει στ' αλήθεια) και δημιουργεί προς αυτές συναισθήματα απέχθειας και χλευασμού από την πλευρά όσων τον κοροϊδεύουν. Το αποτέλεσμα είναι κακογουστιά, προχειρότητα και, το χειρότερο, η διαιώνιση τέτοιων εσωτερικών διχασμών χωρίς λόγο.

Η αρχοντοβλαχιά χαρακτηρίζει τον ματαιόδοξο και τεμπέλη άνθρωπο γενικά και δεν έχει να κάνει απαραιτήτως με πορτοφόλι ή με «τζάκι». Απλώς αφορά πολύ συχνότερα τον άνθρωπο της επαρχίας που θε να το παίξει πρωτευουσιάνος (γιατί κάτι σημαίνει αυτό στο κεφάλι του) και δη χλίδας.

Σταδιάλα αρχοντόβλαχοι που αφήσατε το αγροτικό και πήρατε GPRS.
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεϊσμός και λογοπαίγνιο πάνω στο ρήμα συγχίζομαι.

  1. Μη μου συνεχίζεσαι, θα περάσει μωρέ!

  2. Καλά μην συνεχίζεσαι τόσο θα πάθεις τίποτε. Καλού κακού τράβα σε καμιά παραλία...
    (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προκάτ, αυτό δηλαδή που το βρίσκεις έτοιμο, είναι δηλαδή ψιλοξεπέτα και δεν έχει απαιτήσει μεράκι και χρόνο και κόπο και αίμα και σπέρμα και δάκρυα για να γίνει. Λέγεται και ετοιματζούρα (θηλ). Αφορά κυρίως φαγητά, αλλά και τα πάντα όλα.

- Νόστιμο είναι αυτό, ε;
- Νταξ, ετοιματζίδικο, αλλά λέει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το να βγάλεις έστω και μία ψείρα από το κεφάλι κάποιου δεν είναι δα κι εύκολη υπόθεση, ρωτήστε τις μαμάδες μαθητών δημοτικού, ή, καλύτερα, τις μαϊμούδες σε έναν ζωολογικό κήπο -δεν κάνουν κι άλλη δουλειά. Είναι μια κοπιαστική εργασία πάνω στην σχεδόν αόρατη πλην όμως ενοχλητική λεπτομέρεια.

Όταν λοιπόν ξεψειρίζουμε -μεταφορικοσλανγκικά πια- ένα θέμα, σημαίνει ότι υπερ(απ)ασχολούμαστε με δαύτο, ότι διυλίζουμε τον κώνωπα και ότι καλύτερα θα ήταν να μην κολλάγαμε σε αυτή την διαδικασία, γιατί χάνουμε ώρες ζωής πολύτιμης.

- Ναι, αλλά αυτό πάλι γιατί το είπε; Μήπως εννοούσε κάτι; Και γιατί να το πει σε μένα άραγε; Μήπως δεν κατάλαβα καλά; Να τον ρωτήσω; Ή θα με πει μαλάκα;
- Ρε φίλε, σαν πολύ δεν το ξεψειρίζεις το πράμα; Θα δείξει, κούλαρε πια!...

Got a better definition? Add it!

Published

Δυσθυμώ, θυμώνω, παρεξηγούμαι, χάνω τον ύπνο μου από κάτι που έγινε ή ειπώθηκε. Μου χαλάει το κέφι, με λίγα λόγια.

Ρε μη χαλιέσαι σου λέω, θα σου πάρει ο μπαμπάκας καινούργιο αυτοκίνητο, σιγά και τη ζημιά, 5000 ευρώ!

Δες και χαλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγκαταλείπω σκοπίμως κάποια δουλειά ή υπόθεση, σα να την κλείνω σε ένα συρτάρι όπου και θα ξεχαστεί για καιρό, έτσι ώστε να δημιουργήσω τεχνητή απόσταση από αυτήν και να επανέλθω κατόπιν με καθαρότερο μυαλό, να την επεξεργαστώ αντικειμενικότερα. Κάποτε πράγματι μπορούσες να κλείσεις στο συρτάρι κάτι, διότι ήταν ως επί το πλείστον χειρόγραφο. Τώρα μας έμεινε η έκφραση μόνο, ευτυχώς.

- Έπηξα με το σενάριο αυτό. Έχω μπουκώσει και δεν ξέρω πώς να το δουλέψω πια...
- Δεν με ακούς. Βάλ' το στο συρτάρι για κανα μήνα, και θα δεις πόσο ξεκάθαρα θα είναι τα πράγματα μετά.
- Ποιο συρτάρι ρε μαλάκα, πού ζεις, εσύ ακόμα στο χέρι γράφεις;! - (γκουπ)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουρτζουφλιά, η κακοδιαθεσία, η νταουνιά, τα μούτρα.

Γράφεται και καντίφλα. Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την λέξη «κατήφεια».

Εκφράσεις: πέφτω σε καντήφλα, είμαι μες την καντήφλα, παθαίνω καντήφλα, βγάζω καντήφλα...

  1. Δεν τον μπορώ αυτόν τον τύπο, μες την καντήφλα είναι πάντα, χαμογέλα ρε μαλάκααα!, τι σου ζητάνε;

  2. - Τι είναι η καντίφλα μια που το συζητάμε;;; :)
    - Ένα είδος μουρτζοφλουκατάστασης, που σε γεμίζει τίγκα μπιμπίκι από τη σκασίλα! (από φόρουμ)

  3. ... η ποιά ; καντήφλα ; Τι ειναι αυτό ;
    - Η «καντήφλα» -μάλλον – είναι κάτι σαν τον πανωλεθρίαμβο … συνδυασμός 2 λέξεων ... κατήφεια+τύφλα=καντήφλα … σαν τη μιζέρια ένα πράμα.
    (από φόρουμ)

  4. Μην με παρεξηγείς, απλά από την καντίφλα των εξετάσεων αν δεν κάνω και λίγο χιούμορ δεν θα τη βγάλω... (από φόρουμ)

  5. Βάλε κυρά μου το γυαλί το πρεσβυωπικό, ποιος θα σε παρεξηγήσει; Εδώ μέσα όλοι κοιτάμε την καντίφλα μας, αν τα πέρασες εσύ τα 45... πες το στη φοράδα στο Γενή τζαμί! (από φόρουμ)

(από xalikoutis, 02/10/09)(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριεστημένη και ιδιαιτέρως απαισιόδοξη εκδοχή του «μπα».

Προφέρεται χαμηλόφωνα, με μια ελαφρά αηδία, τόση είναι η έλλειψη ελπίδας ή προθυμίας μας. Το δε κάτω χείλος μας κατεβαίνει κι άλλο και ίσα-ίσα που βγάζουμε τη γλώσσα έξω. Κοιτάμε αλλού, όχι τον συνομιλητή μας, κυρίως κάπου χαμηλά, πχ στο πάτωμα.

Καμία σχέση με το «Μπεεε» των προβάτω (sic), αυτό λέγεται ανοιχτά και δυνατά.

Λέγεται και ερωτηματικά με τη σημασία «καλέ τι μας λες τώρα» ή «βρε βρε βρε...», «για δες», « α ναι, ε;» κτλπ.

Σημ.: για το καθαρόαιμο «μπα», δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω απ' ό,τι ο Τριανταφυλλίδης, ας πούμε.

  1. - Λες να τηλεφωνήσει;
    - Μπε...

  2. Τι λες, πάμε στο πάρτι απόψε;
    - Μπε...

  3. - Σωτήρη, είμαι έγκυος!
    - Μπε;;; Πώς έγινε αυτό;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified