Το μότο του κομπλεξάρα. Η συνταγή ζωής του.

Σκοπός του είναι να αιφνιδιάσει τον πλησίον, πατώντας συνήθως εκεί όπου μαντεύει -ή γνωρίζει καλά!- ότι ο άλλος πονάει ή χωλαίνει ή ψαρώνει ή είναι απροετοίμαστος ή έχει ενοχούλες ή είναι άβγαλτος. Κι έτσι του κόβει τα φτερά και του βουλώνει το στόμα προτού καλά-καλά μιλήσει.

Προϋποθέτει ιδιαίτερη τεχνική αυτό, καθώς και χρόνια αυτομαθητείας. Η κομπλεξάρα (που, οκ, δεν φταίει, γιατί κανείς δεν φταίει, αλλά και μεις δεν φταίμε που είναι κομπλεξάρα), η κομπλεξάρα λοιπόν, έχει ζήσει, ως παιδί ή/και στην εφηβεία, ταλαιπωρημένη και λουφαγμένη, παρατηρώντας το τι και το πώς των άλλων, και εστιάζοντας στις αδυναμίες τους.

Με την πάροδο του χρόνου έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη οξυδέρκεια (ο κομπλεξικός είναι συχνά-πυκνά πανέξυπνος, έχει καλό IQ, απλώς το EQ του είναι γαμημένο) και είναι σαν το υπό διωγμόν αγρίμι, πάνοπλος να αμυνθεί. Του λείπει όμως εντελώς τελείως η ικανότητα επίθεσης. Δεν μπορεί να μπει μπροστά. Χρησιμοποιεί λοιπόν, ασυνείδητα ως επί το πλείστον, την παραλλαγή: καθιστά την άμυνα επίθεση, και ξεμυτά με τα νύχια έξω, δίνοντας, εκ πρώτης όψεως, την εντύπωση του γκραν γαμάω. Έτσι αιφνιδιάζει τον άλλον, ο οποίος βρίσκεται προ δικανικών επιχειρημάτων, αποστομωτικών, ξεμπροστιαστικών (καθότι είναι διάφανος στα μάτια του κομπλεξικού).

Η συνταγή αυτή μάλλον έχει προέλευση από την εποχή των σπηλαίων και ως έκφραση πρωτοβγήκε από φάση ποδόσφαιρο ή πεδίο μάχης, αλλά έχει εφαρμογή σε διάφορους τομείς της ζωής: κυνήγι, δικηγορία, ντιμπέιτ, σχέσεις, πολιτική κλπ και προσωποποιείται ωραιότατα στον τύπο του ινστρούχτορα (κυρ. και μετ.), του μέντορα, του πυγμαλίωνα, του ξερόλα και και και.

Η έκφραση είναι αντρική, όμως την λένε πια και οι γυναίκες. Όσο για την εφαρμογή της, ισχύει μια χαρά και για τα δύο φύλα. Από την γυναίκα έχει στόχο συνήθως το παιδί της ή τη φιλενάδα, όχι τόσο τον γκομενοσύζυγο.


Σημ.: το σύνηθες είναι να λέμε τη φράση ανάποδα: «η άμυνα είναι η καλύτερη επίθεση». Έτσι εντοπίζεται πιο πολλές φορές στο γούγλε. Είναι όμως λάθος. Τώρα, στο αυτί ταιριάζει καλύτερα, στον ρυθμό, δεν ξέρω. Μπορεί απλώς να είναι γλώσσα λανθάνουσα που την αλήθεια λέγει, δηλ. εμείς οι κομπλεξικοί που ξέρουμε ότι, στην ουσία, αμυνόμαστε και δεν επιτιθέμεθα, λέμε κατά λάθος το σωστό.

  1. - Ρε μαλάκα, τι σου έκανε το κορίτσι και όλο πουτάνα την ανεβάζεις, βρώμα την κατεβάζεις, και μάλιστα μπροστά σε όλον τον κόσμο; Την έχεις διαλύσει, θα σου φύγει!
    - Άσε ρε φίλο, η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, την έχω ψαρώσει, δε βλέπεις; Να φύγει να πάει πού;

  2. Καλύτερη άμυνα η επίθεση για Βαλβέρδε
    Με την εύρυθμη λειτουργία όλων των γραμμών θα προσπαθήσει ο ισπανός κόουτς να καλύψει τις σημαντικές απουσίες στα μετόπισθεν του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ αύριο στο «Γ. Καραϊσκάκης»
    βλ. εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κυριολεκτικά: κατεβαίνω από τη μηχανή μου (νταξ, το άλογο πια δεμπαίζει)

  2. στεγνά: ξεγαμάω

  3. ξεκαβαλάω το καλάμι, παύω να είμαι τόσο επηρμένος

  4. ειρωνικά και περιπαιχτικά: ξεκουβαλάω, αφήνω κάποιον ήσυχο, παραιτούμαι από τσαμπουκά

  5. αλλάζω θέμα ή αφήνω τις πολυλογίες και μπαίνω στο θέμα μου

  6. κλείνω το τηλέφωνο

  1. - Πού χτύπησες;
    - Καθώς ξεκαβάλαγα με πλάκωσε η μηχανή...

  2. Πώς το βλέπεις, θα ξεκαβαλήσει και θα πάμε γι' άλλα, ή θα μου γίνει κι αυτός τσιμπούρι;

  3. Σιγά ρε Αντωνιάδη ξεκαβάλα λίγο
    Παπαγιάννη ξεκαβάλα το...
    (τίτλοι άρθρων στο νέτι)

  4. Μου φαίνεται ότι ξύνεις τα νύχια σου για καυγά, ο οποίος δεν πρόκειται να προκύψει τουλάχιστον από μένα παρά τους υπαινιγμούς σου τόσο δημοσίως, όσο και παρασκηνιακά, σο ξεκαβάλα.
    (από σχόλιο της Μες στο ρε τσοπ!)

  5. Ξεκαβαλάω τώρα και μπαίνω στο ζουμί.
    (από σχόλιο του βαβά στο λήμμα κουμπώνω)

  6. - Συνεννοήθηκες με την Τόνια;
    - Μπααα... μέχρι να ξεκαβαλήσει αυτή το τηλέφωνο θέλει ώρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μικρο-έδεσμα, αλμυρό ή γλυκό.

Συνώνυμο: ψιψιψόνια

- Ρε συ, αδυνάτισες! Δίαιτα;
- Μπα, απλώς έπηξα με τα πολλά φαγητά και τό 'χω ρίξει στα μπινελίκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.

  1. - Έχεις φάει ποτέ σουβλάκι από κει;
    - Μπα, μου κάνει λίγο αμφιβόλου...

  2. - Γαμώ του άντρες ο Λεфτέρης.
    - Μμ, τον κόβω για αμφιβόλου...

  3. Τι είναι όλ' αυτά; Πάλι σήκωσες το ντέλι της γειτονιάς; Σου έχω πει εξακόσιες φορές ότι είναι αμφιβόλου αυτά που πουλάει!

Η Αγγελική Αμφιβόλου-Αβυσσαλέου (από Vrastaman, 30/11/10)

βλ. και γενική αντί ονομαστικής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρότι συνιστά κυρίως απάντηση στο η μάνα σου ή στο της μάνας σου το μουνί κττ, αποτελεί και προειδοποίηση για καυγά, άσχετα με ό,τι έχει πει ο άλλος πιο πριν. Προσποιούμαστε δηλαδή ότι δεν ακούσαμε τι ακριβώς μας είπε ο άλλος, ή ότι, όσο άσχετο και να ήταν, παραμένει εξίσου προκλητικό σα να μας έλεγε «της μάνας σου το μουνί», άρα μία είναι η λύση, το πάμε για παρεξήγα.

Παραλλαγή: «είπες κάτι για τη μάνα μου;»

Μξ αντρών, βεβαίως, πάντα.

  1. - Πόσο μαλάκας είσαι ρε γαμημένε μαλάκα;;;;
    - Τι είπες για τη μάνα μου;;;

  2. - ama den petaxteis esy na peis tin mamakia sou den mporeis... :D
    - τι είπες για την μάνα μου ; (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία (μτφ), η ανοησία, η μπούρδα, η σαχλαμάρα, η κουκουρούκου φάση / πράξη, η άλαν ντάλον κατάσταση, μπλε, γκάου, κλπ.

- Άρχισες πάλι τις κουκουρουκιές; Ετοιμάσου να σε γειώσει το αφεντικό, τον ακούω να έρχεται.

(από allivegp, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Μαλακία κατάσταση ή κουβέντα, μπαρούφα, ασόβαρη, κουτοπόνηρη, πούστικη, ευτελής, μαλακία, του κώλου, τιποτένια, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Εντούτοις πιάνει τόπο ενώ δεν αξίζει.

Από τον κλαπαρχίδα.

Η έκφραση «... και λοιπές κλαπαρχιδιές» θα μπορούσε να σταθεί ως συνώνυμο του και τα ρέστα παγωτά και του και ταλιμπάν.

  1. - Και τι είπες τώρα; Μια κλαπαρχιδιά είπες. Αυτά θα πα να πεις και στο δικαστήριο;

  2. ...Προσωπική μου άποψη, μαλακίες και κλαπαρχιδιές. Μας τα πασάρουν για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να μη βλέπουμε να τα προβλήματα. (από μπλογκ)

  3. Λοιπές κλαπαρχιδιές από λαστιχάδες ξέχνα τες, οι άνθρωποι κατά πλειοψηφία είναι ο ορισμός του άσχετου παραδόπιστου ψεύτη. (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σπόντα, ο υπαινιγμός, το υπονοούμενο. Μπηχτή γιατί το μπήγεις βαθιά μέσα να πονέσει.

Επίσης, στο κυνήγι, είναι ένα είδος τουφεκιάς. (χεστήκαμε για λεπτομέρειες, πείτε στον ξένο μεταφραστή)

  1. τίτλοι άρθρων από το νετ:
    Η μπηχτή του Ρέμου στον Πλούταρχο
    Η «ΜΠΗΧΤΗ» ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΠΟΜΠΑΝ!
    Η μπηχτή της Μαγγίρα στην Μανωλίδου και οι αγκαλιές
    Μπηχτή Πωλίνα στον Πασχάλη: «Προσέχουμε που βάζουμε ...
    Η «μπηχτή» της Γερμανού για τον δίσκο του Χατζηγιάννη Ισπανική «μπηχτή» για την Μέρκελ

  2. Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο... (από το λήμμα σολαρισμένος του σσττφφννσσ)

  3. Λίγο παλαιότερα έπαιζε και το: Τα δέοντα στον θυρωρό της πολυκατοικίας σας. Επειδή, όντως ο κόσμος ήτο πιό ευγενικός, η μπηχτή έπρεπε να 'ναι στο δώδεκα, για να την ανθιστεί ο συνομιλόντας και να τζάσει.
    (από σχόλιο του Φ.Ν. στο τα δέοντα στη μαμά σας)

  4. Προσπερνάω τη μπηχτή της συμπαθέστατης κέλλυς, ...
    (έλεκτρας στο Γ.Α.Π. / G.A.P.)

  5. Σκόπευση με το μυαλό:
    Η μπηχτή τουφεκιά μοιάζει να παραβιάζει τους βασικούς κανόνες της συμβατικής σκόπευσης.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαμπαδισμός για το «η τηλεφωνική γραμμή είναι κατειλημμένη». Επειδή όταν μιλάμε (και δεν έχουμε αναμονή), κάνει αυτό το μονότονο μπιπ μπιπ μπιπ που θυμίζει και καλά βουητό.

Χρησιμοποιείται απρόσωπα. Όταν λέμε «βουίζει» δεν εννοούμε ο ομιλητής, αλλά η γραμμή, «το τηλέφωνο».

Συνώνυμο: «μιλάει» (απρόσωπο πάλι)

  1. - Μίλησες με τη μικρή; Τι σου είπε;
    - Δεν τα κατάφερα, το έχει καβαλήσει, βουίζει.

  2. Προσπαθώ εδώ και 2 εβδομάδες να επικοινωνήσω με την επιθεώρηση εργασίας για να κάνω μερικές ερωτήσεις. Όλη την ημέρα βουίζει το τηλ τους και μετά τη 13.30 δεν το σηκώνουν. (από το νετ)

  3. η ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ είναι για κλάμματα. Γενικά η αναζήτηση με κριτήρια δεν παίζει πουθενά, σε λίγες μόνο περιπτώσεις.
    Επίσης το τηλέφωνο του ΑΣΕΠ 2131319100 ΠΑΝΤΑ ΒΟΥΙΖΕΙ....
    (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published