Έκφραση που χρησιμοποιούμε α. για να δείξουμε πόσο πειραχτήκαμε από το θράσος κάποιου μη οικείου που μας προσφωνεί με το «ρε» συν κάποιον άλλο χαρακτηρισμό, β. για να ειρωνευτούμε τον απόλυτα εύστοχο χαρακτηρισμό κάποιου, συνήθως ως ομοφυλόφιλου και γ. ως αναφορά στο β, με άσχετη τοποθέτηση όμως μέσα στη φράση.

  1. - Πόσο κάνει το μαραφέτι αυτό ρε μαγκίτη;
    - Ε όχι και «ρε»...

  2. - Ρε τον πούστη!
    - Ε όχι και «ρε»!

  3. - Πολύ ύποπτα τα πράγματα... Για κολομπίνα τον κόβω τον φιλενάδο σου...
    - Ε όχι και «ρε»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που τα παίρνει με το οτιδήποτε και που τον ενοχλούν τα πάντα και δεν αντέχει και δεν μπορεί, όπως αυτός στην διαφήμιση που έπαιξε πολύ φέτος το καλοκαίρι και δεν θυμάμαι πια τι διαφήμιζε... Το λέμε όμως κυρίως για κάποιον που συμπαθούμε. Επίσης και για γυναίκα.

- Δεν μπορώ ρε πούστη μου, με σκάνε τα κωλόπαιδα, όλο ερωτήσεις και ερωτήσεις, γιατί είναι μπλε η θάλασσα, γιατί τα λουλούδια έχουν διαφορετικά χρώματα, γιατί οι σφήκες δεν κάνουν μέλι, γαμώ τις διακοπές μου στη φύση γαμώ, ησυχία δεν έχουν...
- Έλα τώρα μωρό μου, τι σου φταίνε τα παιδιά, αφού είσαι νευρικούλιακας και το ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν θέλουμε επιτέλους η γκόμενα να το βουλώσει και να μην ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν και να πα κάνει την δουλειά για την οποία είναι προορισμένη (μία από τις), δηλαδή να γνέθει και να κλώθει και λοιπά.

- Μα εγώ δεν πιστεύω πως έχεις δίκιο. Ο Πάνος είπε το σωστό.
- Τη ρόκα σου εσύ!

βλ. και τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευτελές αλλά πολύπλοκο και εντυπωσιακό στολίδι. Για χαζογκόμενες. Λέγεται και κιχλιμπίδι.

Πώς την κυκλοφορεί τη λατέρνα ο Αντώνης ρε πούστη μου, δεν ντρέπεται; Μες το μπιχλιμπίδι και το καρακιτσαριό είναι...

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για την (όχι συμπαθή σε μας) γκόμενα ενός ερωτοχτυπημένου. Από τον Δον Κιχώτη, βέβαια.

- Πώς πήγε χθες;
- Καλά.
- Α, τόσο;
- Ε αφού μας κουβάλησε ο μαλάκας την Δουλτσινέα του και δεν μπορέσαμε να πούμε μια κουβέντα της προκοπής όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.

- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.

- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified