Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.

Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.

Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).

  1. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

  2. Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

  2. Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.

  1. ... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...

  2. Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...

  3. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...

  4. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

(τα 2, 3, 4 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν έχουμε λεφτά, ούτε καν ψιλά.

  1. Δεν βγαίνεις και πολύ τελευταία, τι έγινε, αψιλίες;;;

  2. Μια μικρούλα μ’ έχει μπλέξει στο χωριό
    θέλω για να παντρευτώ και δεν μπορώ.
    Άιντε πλάκωσε η αναδουλειά κι αψιλίες έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
    άιντε μου χαλάνε το σεβντά.

  3. Ήρθε στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μάγειρας στο φυλάκιο Τυχερού, πάνω στο ποτάμι, ένα καλόκαρδο και πρόθυμο παιδί από την Ηλεία, ο Δημητράκης ο Δημητρόπουλος, δεξιοτέχνης συμπαίχτης στα μπουζούκια και εξαίρετος συμπότης, μπορούσε να με «διαβάσει» από χιλιόμετρα κάθε φορά που είχα αψιλίες. Με ιδιαίτερη λεπτότητα και διακριτικό τρόπο που υποβάθμιζε σκοπίμως την προσφορά ώστε να μην δημιουργεί «υποχρέωση», ερχόταν στην πόρτα του θαλάμου και μου΄ λεγε συνωμοτικά για να μην ακούνε οι άλλοι «ρε συ Χάτζι, έχω δυό παληοκατοστάρικα στην τσέπη. Δεν παίρνουμε τα ζητιανόξυλα (σ.σ: έτσι εννοούσε τα τρίχορδα μπουζούκια μας) να πάμε στο χωριό για καμιά ρετσίνα; Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά αδελφέ μου…».

(τα 2 και 3 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Παρηγορητικό: η αισιόδοξη βερσιόν της λέξης έχει να κάνει με το γαμήσι-παρηγοριά, τ. φιλικό, ή απλώς το γαμήσι που μας κάνει ο/η σύντροφός μας δώρο όταν έχουμε νεύρα ή στεναχώριες, μπας και ξελαμπικάρουμε λίγο (αν βέβαια είμαστε σε θέση να γαμηθούμε και δεν μας έχει φάει η κατάθλα).

  2. Παρηγορητική: η απαισιόδοξη βερσιόν υπονοεί «παρηγορητική ιατρική / θεραπεία / χημιοθεραπεία» και είναι αυτή που θα σου δώσουν όταν δεν την βγάζεις άλλο, αλλά τεσπα μπορείς να ζήσεις, με τη βοήθεια της χημείας, λίγο παραπάνω -και να πεθάνεις κάπως πιο ανώδυνα.

  1. Μωρό μου δεν σε βλέπω στο τσακίρ, μήπως να σου ρίξω κανα παρηγορητικό να χαρεί το ματάκι σου;

  2. Η μετάπτωση στην παρηγορητική πρέπει να συνοδεύεται με την διαβεβαίωση ότι η διακοπή της ενεργού θεραπείας δεν σημαίνει εγκατάλειψη. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της πουτάνας, της Πόπης, της Πιπίτσας, της κακομοίρας κλπ.

Έμαθε ότι παντρεύεται την αρχιτσουλάρα κι έγινε της Κυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσεμεσιάζομαι, στέλνω μήνυμα στο κινητό.

  1. Όλη μέρα μηνυματίζεται με τη μάνα της.

  2. Οδηγεί και μηνυματίζεται όλη την ώρα, καμιά μέρα θα καρφωθεί και θα την κλαίμε.

Ζόμπι νέας κοπής (από σφυρίζων, 22/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γυαλιά, στα καλιαρντά.

Από το καλιαρντό ρήμα βικέλω (που νόμιζα ότι το είχαμε αλλά δεν τόχουμε, άρα Χανκ αναλαμβάνεις!)

Καλέ πού έχω τα βικελτά μου;

Got a better definition? Add it!

Published

Σχετικά νέας κοπής και καλούα μαγκίτικο, πλην αλλ' όμως πολυφορεμένο, τελικά, υποκοριστικό του «εύκολο», που σημαίνει τόσο πιο εύκολο που και ποιος δεν μπορεί να το κάνει...

Για τη νέα γλωσσολογία του πράγματος: η λέξη μου κάνει λίγο γκέι και πάντως θηλυκής εμπνεύσεως.

Απ' ό,τι είδα στον γούγλη, είναι για κάποιον λόγο πολύ προσφιλής λέξη στα σάιτ με συνταγές μαγειρικής.

  1. Χριστουγεννιάτικο ευκολάκι
    Χρόνια πολλά! Ξεμπέρδεψα αργά με τα μελομακάρονα (σλουρπ!) οπότε είπα να κάνω κάτι γρήγορο στο νύχι. Είναι εύκολο οπότε σας το παρουσιάζω χωρίς πολλά λόγια! Να περάσετε τέλεια ό,τι κι αν κάνετε. Φιλιά!

  2. Κέικ Φουντούκι ευκολάκι
    Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Ο ! ! ! Αν δεν το φτιάξατε ακόμη τι περιμένετε;;;;

  3. ένα ευκολάκι για βράδυ, γιατί σας παίδεψα τελευταίως...
    «Τι τρέχει μα δε μπορεί να περπατήσει;»
    Προσοχή ... μέχρι τις 11:00 το βράδυ δε θα μπορώ να βοηθήσω. Παίξτε λίγο μόνοι σας και θα' ρθω γρήγορα.ΕΕΕΕΕΕ !!!

  4. ΚΟΥΪΖ - Ποιος πρώην βουλευτής στην Ήπειρο ετοιμάζεται για Περιφερειάρχης; Για σήμερα σας έχουμε ένα κουιζ που μοιάζει... ευκολάκι! Πρώην βουλευτής στην Ήπειρο, αυτο-προορίζει τον εαυτό του για υποψήφιο Περιφερειάρχη στην περιοχή και ξεκίνησε τον αγώνα του, διαλαλώντας την πρόθεσή του στα... χωριά!

  5. Ο «Μπάτμαν» ξεκαθάρισε πως στόχος της «γαλανόλευκης» είναι να τερματίσει όσο το δυνατόν πιο ψηλά, ενώ σε ό, τι αφορά τους «πράσινους», τόνισε πως από μικρός ήταν Παναθηναϊκός, οπότε η απόφαση να φορέσει ξανά τη φανέλα με το τριφύλλι ήταν... ευκολάκι.

  6. Μετά τα ευκολάκια και κάτι πιο περίπλοκο, καλά μην φανταστείτε. Δεν είναι και διάστημα. ... Σκέφτηκα να σας μιλήσω για το ... πως μπορείτε να φτιάξετε κορνέ μιας χρήσης από λαδάκολλα μόνοι σας στο σπίτι.

  7. Makis Kalogiras ran 5 kilometers in 23 mins. Ευκολάκι!!!

  8. και από μας εδώ (λήμμα κάνω κάποιον μάγκα):
    Εξυπηρετώ κάποιον φίλο / γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ΛΚΝ έχει μεν τη λέξη αυτή, άρα μπορεί να θεωρηθεί λέξη δόκιμη κατά κπ τρόπο, όμως δεν εξηγεί αυτά που πρέπει και τα οποία θα προσθέσω πάραυτα εδώ.

Λυσάρι είναι το σχολικό βοήθημα που δίνει τη Λύση στο μέγα Πρόβλημα του πώς θα μάθει ο μαθητής. Άρχισε να γίνεται καθεστώς περί τα εβδομήνταζ αν δεν απατώμαι, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην νοείται τώρα πια σχολικό βιβλίο πάσης φύσεως χωρίς το λυσάρι του, αλλά και να θησαυρίσει ο βασικός εκδότης και, διορθώστε με, πιθανόν ο εμπνευστής αυτών, μίστερ Πατάκης (τουλάχιστον αυτός είδε καλά πόσο κερδοφόρα είναι). Το πράμα συνδυάστηκε θαυμασίως με τον ιερό θεσμό του φροντιστηρίου και των ιδιαιτέρων, κι όλο το κακό φούντωσε και καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πχια δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτε, καθότι που λέει ο λόγος η μισή ελλάδα ζει από τις δουλειές αυτές (η υπόλοιπη είναι μπάτσοι).

Η λέξη ετυμολογείται από τη λύση, καθότι αυτό το βιολί κυρίως άρχισε εξ'αιτίας των μαθς, τα οποία ουδείς σχεδόν κατάφερε να διδάξει έτσι ώστε να κάνει τον μαθητή να του τρέχουν τα σάλια αντί να βγάζει καντήλες.

Για μια διαφορετική ανάλυση του θεμάτου, βλ. λήμμα τσουκάλα.

Επιπεοσθέτως καταθέτω σχόλια σύσσλανγκων από διάφορα λήμματα, τα οποία σχόλια διαφωτίζουν το θέμα περαιτέρω:

α. Ως προς τις Εκθέσεις το λυσάρι λεγόταν και Παπανούτσος, γενικευτικά ή Παναπούτσος.

β. Ἡ γενικότερη ἐν προκειμένῳ ἔννοια εἶναι ἡ «φυλλάδα». Ἔτσι λεγόταν παραδοσιακά. Οἱ μαθηματικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο εἰδικότερον «λυσάρια», καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους «λυτάρια», πιθανῶς πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ὁμόηχα «λυσσάρια», τὰ καυλωμένα δλδ ἐφηβάκια, ποὺ μόνο στὰ μαθήματα δὲν εἶχαν τὸ νοῦ τους. Οἱ φιλολογικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο «μεταφράσεις» ἢ σλαγκιστὶ «μετάφρες». Σ' αὐτὲς δὲν περιελαμβάνοντο τὰ φτηνιάρικα καὶ συντετμημένα λεξικὰ ἀνωμάλων ρημάτων τῆς ἐποχῆς, διότι ὅποιος ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσῃ, ἦτο πολὺ «κυριλὲ» μαθητής.

  1. Δωρεάν ηλεκτρονικά βοηθήματα, λυσάρια, σχολικά βιβλία δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, εκπαιδευτικό υλικό, βιντεομαθήματα - τα-εχει-ολα

  2. Αχαΐα: Έστειλαν το «λυσάρι» των μαθηματικών χωρίς όμως το βιβλίο!

(διαδιχτυακά}

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βάζω κάτι στο ψυγείο.

  2. Βάζω κάποιον «στον πάγο», δηλ. προσωρινά τον αχρηστεύω.

Εντελώς τελείως φρέσκος νεολογισμός και, κττμγ, εξαιρετικά πρακτικός από γλωσσολογικής πλευράς.

  1. Πάρ' τα αυτά, ψυγείωσέ τα, και έλα μετά να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε τα υπόλοιπα που είναι για την αποθήκη.

  2. Εφτιαξα τιραμισού... εγώ που ήξερα, είδα το λάθος του φιλαδέλφεια.
    Ψυγειώνω το μισού και ξενικώ το χοιρινό. Βάζω φούρνο, τσατάρω να μην κοιμηθώ όρθια και πιφ, πέρασε η ώρα, ξεραίνομαι που θάλεγε η Ζαμπετά.
    από εδώ

  3. Στην Ίντερ έχει Κρέσπο, Αντριάνο, Ιμπρα, Κρουζ και Σουάζο και έδιωξε τον έναν και ψυγείωσε τον άλλον για να παίζει με 1 επιθετικό επειδή έτσι ...
    (από εδώ -το ολοκληρωμένο κείμενο μπορεί να το δει όποιος γραφτεί στο φόρουμ, εγώ δεν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified