«Η συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών, που φυσιολογικά υπάρχει ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας, ονομάζεται μυϊκός τόνος. Σπαστικότητα είναι η παθολογική αύξηση του μυϊκού τόνου, που εκδηλώνεται ως αντίσταση τύπου ελατηρίου στην κίνηση», λέει το νετ.

Είναι σαφές ότι η πάθηση αυτή θα εντοπιζόταν από τους «υγιείς» του κόσμου τούτου και θα έμπαινε στις διάφορες σλανγκ για να κακοχαρακτηρίσει κάποιον. Οι αμερικλάνοι και οι εγγλέζοι το χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον φύτουκλα, τον καθυστέρα, τον βλάκα, τον ανίκανο, τον τον τον...

Σε μας, η έκφραση πήρε τυχαία μια πιο ήπια αρνητική χροιά (που λέει ο λόγος θα μπορούσε να την χρησιμοποιεί και ένας πραγματικός σπαστικός), μάλλον επειδή αφετηρία της υπήρξε η έκφραση «την σπάω σε κάποιον», ή το «σπάω τα νεύρα κάποιου» (πλάκα-πλάκα σπασμένα νεύρα έχουν κι αυτοί...) κλπ, και σημαίνει τον υποχόνδριο ή απλώς ενοχλητικό άνθρωπο (ή, σπανιότερα αντικείμενο / κατάσταση).

Είναι πολύ παλιά έκφραση, μάλλον ξεπερασμένη, χρησιμοποιείται δε αβέρτα από τα παιδιά.

Νονός: BuBis

  1. - Έπλυνες τα χέρια σου πριν βάλεις παγάκια;
    - Ρε μαλάκα, μην γίνεσαι σπαστικός, σιγά τα λάχανα, το οινόπνευμα σκοτώνει τα μικρόβια...

  2. - Κυρία, κυρία, ο Μιχάλης με πειράζει!
    - Τι σου έκανε, παιδί μου;
    - Είναι πολύ σπαστικός!

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον Αντρίκο, που έταζε όλο «Θα» και «Θα» στις εξαγγελίες του (εξού και το Θασόκ), μας έμεινε αυτό το λήμμα, το οποίο πια έχει πάρει μεταξύ άλλων την έννοια του must to do, δηλ. των όσων έχουμε / πρέπει να κάνουμε (πχ. λίστα για ψώνια, για δουλειές του σπιτιού, για υποχρεώσεις στο καρνέ, για δουλειά γραφείου κλπ, βλ. και μετα-αυτό). Έλα όμως που αυτά τα Θα συνήθως δεν πραγματοποιούνται... Αλλά όχι, δεν τα ξεχνάμε, τα έχουμε υπ' όψη, εννοείται.

Γράφεται με κεφαλαίο, ώστε να φανεί η σπουδαιότητα και η βαρύτητα της υπόσχεσης σε αντιπαραβολή με το απραγματοποίητό της.

vikar
Ίσως να αξίζει τον δικό της ορισμό η δεύτερη σημασία, έ ιρονίκ;... :-Ρ

ironick
ωχ, σε δουλειά με βάζεις... έχω περίπου 50 λήμματα στο πρόχειρο... αν δεν βαριέσαι σου το χαρίζω, αν βαριέσαι, μένει στα Θα.

(από σχόλιο στο λήμμα λιώνω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το slang.gr. Για την συντομία του πράματος, ενοποιούνται και εξελληνίζονται τα δύο αυτά στοιχεία της διεύθυνσης. Όλως τυχαίως, το -γκρ στο τέλος παραπέμπει και στο μικυμάου επιφώνημα Γκρρρρρρ... που σημαίνει θυμό ή / και γκρίνια.

(Και τώρα κάποιος να βάλει τα λυνξ, είναι μόνο 37...)

Ρε μωρό μου, ξεκόλλα επιτέλους από το ινdερνέτ, πάλι με το σλανγκρ έχεις πιάσει νταραβέρια; Πάλι δεν θα βγούμε απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).

Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καημένα τα σκυλιά, είτε αδέσποτα ή σπιτιού, έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά (την σκυλίλα βεβαίως βεβαίως, αλλά ας μην το παρακάνω), η οποία μάλλον προέρχεται από τον συνδυασμό σαλίλας και τυχόν αντιψυλλικού κολάρου. Είναι μια αρκετά δυνατή οσμή, πχ. χαρακτηρίζει (και ποτίζει) το διαμέρισμα όποιου έχει σκύλο. Αλλά αγαπάμε σκύλοι και γενικώς ό,τι αναπνέει (αλλά και τις πέτρες), μην το ξεχνάμε (αυτό, ήταν το μήνjυμα της ημέρας).

Κατ' επέκταση το λέμε για όποιον βρωμύλο κάτσει δίπλα μας, που ζέχνει είτε από ατημελησιά ή επειδή δεν μπορεί να πλυθεί -εξαιτίας των μαύρων συνθηκών στις οποίες ζει (πχ άστεγος, αν και αυτοί πάνε και τραβάνε και κανα ξυρισματάκι κυριλέ σε δημόσιες τουαλέτες).

- Ρε μαλάκα, πάψε να κάνεις μόνο γαλλικό ντους, σκυλοβρωμάς δεν το καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταξιδεύω με το αεροπλάνο. Για κάποιον λόγο μόνο για αυτό το μέσο μεταφοράς δανειζόμαστε και για τους επιβάτες του το ρήμα κίνησής του. Δεν λέμε, πχ, «πλέω» όταν ταξιδεύουμε για το πλοίο.

Κατά τ' άλλα, το λέμε μόνο -με άλλο πνεύμα- όταν πρόκειται να μεταφέρουμε κάποιον με το όχημά μας σε μια κοντινή απόσταση, βλ. λήμμα πετάω κάποιον.

- Παίδες, τιγκανά τώρα, πάω νωρίς για ύπνο γιατί αύριο πετάω ξημερώματα...
- Καβλό ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ούτε κρητική, ούτε ποντιακή, ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Προφανώς επειδή η σούστα είναι πολύ ζωηρός χορός, ταιριάζει καλύτερα για παρομοίωση με κλαμπίσιο κομμάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

  1. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.

  2. Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.

Δηλαδή μουσική των μαύρων, βλ. και μαυρίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Άνευ ρατσιστικής χροιάς.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; - Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο.

Έφη Σαρρή: Τα έφτιαξε με τον μαύρο που πωλούσε CD της. (από allivegp, 16/08/09)Αφρικανέ αφρικανέ έλα να κάνουμε κονέ (από johnblack, 16/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση ή άνθρωπος που δεν υπόσχεται τίποτ' άλλο παρά ταλαιπωρία. Παλιά έκφραση.

- Θα φύγεις για Δεκαπενταύγουστο;
- Μπα, δεν κουνιέμαι τις μέρες αυτές, είναι της ταλαιπωρίας.

Got a better definition? Add it!

Published