Γούτσικες γλυκές ματιές, ή ματιές γεμάτες νόημα, τις οποίες κάνουμε στον άλλον είτε με πάθος (λέμε τώρα...), ή για πλάκα. Οι ματίνες είναι τα αλλεπάλληλα βλεφαρίσματα που στάζουν μέλι. Καρτουνίσιο όταν το κοροϊδεύουμε, γεμάτο πάθος όταν το βλέπουμε από ηθοποιούς της Λάμψης ή κάποιας σαπουνόπερας τέτοιου πιπέδου.

Συνώνυμο: κάνω χαριτωμενιές, κάνω γλύκες κλπ.

Μη μου κάνεις ματίνες τώρα, το ξέρεις καλά ότι την έκανες την κουτσουκέλα σου και πρέπει να μπαλώσεις τα σπασμένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω μια ματιά ή/και κάνω ένα τσεκάρισμα, στο πιο μαγκιόρικο.

Για ρίξε ένα βλέφαρο και συ, είναι εντάξει το κείμενο ή μου ξέφυγε κάνα λαθάκι;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εντερικό σύστημα του ανθρώπου και η απόληξή του, σε μια λέξη και μια εικόνα.

- Ρε πστ!, τι πήγες κι έχεσες και βούλωσαν όλα, ρε μαλάκα; Τι σκατά κωλάντερο είναι αυτό που έχεις ρε πστ! Άει τράβα πάρε τηλέφωνο τον υδραυλικό τώρα, και πού 'σαι, εγώ τιγκανά, μη με δει εδώ πέρα και νομίσει ότι είναι δικά μου όλ' αυτά και γίνω ρομπίδια...

(από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά έκφραση για το είδος γκομενάκι, πουτσομεζές, παστάκι.

Κάτι σε πολύτιμο μεζεδάκι, όπως (υποτίθεται) το κόκκαλο για τον σκύλο.

Στο πλοίο συναντιούνται δυο πενηντάρηδες.
- Γεια σου Στέλιο!
- Γεια σου ρε Μήτσο, πώς πάει;
- Καλά, ναούμ, καλά.
- Έλα κάτσε δω...
- Μόνος σου είσαι, για έχεις κανα κόκκαλο;
- Ρε συ, ρε παντρεμένος άνθρωπος είμαι πια ρεεε! Τι μου λες κόκκαλο ρε, πάνε αυτά ρε, πάνε σου λέω!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ξεραΐλα» έρχεται να προστεθεί στο λήμμα απουσία.

Λέγεται από γυναίκες που έχουν περάσει μακροχρόνια φάση λειψανδρίας και, μεταξύ άλλων, υπονοούν με αυτόν τον τρόπο ότι το κολπικόνε σύστημά τους έχει μαραζουλιάσει.

Αντώνυμη έκφραση: «It's raining men, halelujah!»

Λέγεται όμως και γενικότερα, όταν υπάρχει έλλειψη ειδήσεων, κουτσομπολιού και λοιπών «ζουμερών» καταστάσεων.

  1. - Τι νέα;
    - Τα γίδια... Δουλειά, δουλειά, δουλειά...
    - Κανας γκόμενος;
    - Μπε..., ξεραΐλα.

  2. - Καιρό έχουμε να τα πούμε! Κανα κουτσομπολόι;
    - Τίποτα, ξεραΐλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριεστημένη και ιδιαιτέρως απαισιόδοξη εκδοχή του «μπα».

Προφέρεται χαμηλόφωνα, με μια ελαφρά αηδία, τόση είναι η έλλειψη ελπίδας ή προθυμίας μας. Το δε κάτω χείλος μας κατεβαίνει κι άλλο και ίσα-ίσα που βγάζουμε τη γλώσσα έξω. Κοιτάμε αλλού, όχι τον συνομιλητή μας, κυρίως κάπου χαμηλά, πχ στο πάτωμα.

Καμία σχέση με το «Μπεεε» των προβάτω (sic), αυτό λέγεται ανοιχτά και δυνατά.

Λέγεται και ερωτηματικά με τη σημασία «καλέ τι μας λες τώρα» ή «βρε βρε βρε...», «για δες», « α ναι, ε;» κτλπ.

Σημ.: για το καθαρόαιμο «μπα», δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω απ' ό,τι ο Τριανταφυλλίδης, ας πούμε.

  1. - Λες να τηλεφωνήσει;
    - Μπε...

  2. Τι λες, πάμε στο πάρτι απόψε;
    - Μπε...

  3. - Σωτήρη, είμαι έγκυος!
    - Μπε;;; Πώς έγινε αυτό;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουρτζουφλιά, η κακοδιαθεσία, η νταουνιά, τα μούτρα.

Γράφεται και καντίφλα. Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την λέξη «κατήφεια».

Εκφράσεις: πέφτω σε καντήφλα, είμαι μες την καντήφλα, παθαίνω καντήφλα, βγάζω καντήφλα...

  1. Δεν τον μπορώ αυτόν τον τύπο, μες την καντήφλα είναι πάντα, χαμογέλα ρε μαλάκααα!, τι σου ζητάνε;

  2. - Τι είναι η καντίφλα μια που το συζητάμε;;; :)
    - Ένα είδος μουρτζοφλουκατάστασης, που σε γεμίζει τίγκα μπιμπίκι από τη σκασίλα! (από φόρουμ)

  3. ... η ποιά ; καντήφλα ; Τι ειναι αυτό ;
    - Η «καντήφλα» -μάλλον – είναι κάτι σαν τον πανωλεθρίαμβο … συνδυασμός 2 λέξεων ... κατήφεια+τύφλα=καντήφλα … σαν τη μιζέρια ένα πράμα.
    (από φόρουμ)

  4. Μην με παρεξηγείς, απλά από την καντίφλα των εξετάσεων αν δεν κάνω και λίγο χιούμορ δεν θα τη βγάλω... (από φόρουμ)

  5. Βάλε κυρά μου το γυαλί το πρεσβυωπικό, ποιος θα σε παρεξηγήσει; Εδώ μέσα όλοι κοιτάμε την καντίφλα μας, αν τα πέρασες εσύ τα 45... πες το στη φοράδα στο Γενή τζαμί! (από φόρουμ)

(από xalikoutis, 02/10/09)(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγκαταλείπω σκοπίμως κάποια δουλειά ή υπόθεση, σα να την κλείνω σε ένα συρτάρι όπου και θα ξεχαστεί για καιρό, έτσι ώστε να δημιουργήσω τεχνητή απόσταση από αυτήν και να επανέλθω κατόπιν με καθαρότερο μυαλό, να την επεξεργαστώ αντικειμενικότερα. Κάποτε πράγματι μπορούσες να κλείσεις στο συρτάρι κάτι, διότι ήταν ως επί το πλείστον χειρόγραφο. Τώρα μας έμεινε η έκφραση μόνο, ευτυχώς.

- Έπηξα με το σενάριο αυτό. Έχω μπουκώσει και δεν ξέρω πώς να το δουλέψω πια...
- Δεν με ακούς. Βάλ' το στο συρτάρι για κανα μήνα, και θα δεις πόσο ξεκάθαρα θα είναι τα πράγματα μετά.
- Ποιο συρτάρι ρε μαλάκα, πού ζεις, εσύ ακόμα στο χέρι γράφεις;! - (γκουπ)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσθυμώ, θυμώνω, παρεξηγούμαι, χάνω τον ύπνο μου από κάτι που έγινε ή ειπώθηκε. Μου χαλάει το κέφι, με λίγα λόγια.

Ρε μη χαλιέσαι σου λέω, θα σου πάρει ο μπαμπάκας καινούργιο αυτοκίνητο, σιγά και τη ζημιά, 5000 ευρώ!

Δες και χαλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να βγάλεις έστω και μία ψείρα από το κεφάλι κάποιου δεν είναι δα κι εύκολη υπόθεση, ρωτήστε τις μαμάδες μαθητών δημοτικού, ή, καλύτερα, τις μαϊμούδες σε έναν ζωολογικό κήπο -δεν κάνουν κι άλλη δουλειά. Είναι μια κοπιαστική εργασία πάνω στην σχεδόν αόρατη πλην όμως ενοχλητική λεπτομέρεια.

Όταν λοιπόν ξεψειρίζουμε -μεταφορικοσλανγκικά πια- ένα θέμα, σημαίνει ότι υπερ(απ)ασχολούμαστε με δαύτο, ότι διυλίζουμε τον κώνωπα και ότι καλύτερα θα ήταν να μην κολλάγαμε σε αυτή την διαδικασία, γιατί χάνουμε ώρες ζωής πολύτιμης.

- Ναι, αλλά αυτό πάλι γιατί το είπε; Μήπως εννοούσε κάτι; Και γιατί να το πει σε μένα άραγε; Μήπως δεν κατάλαβα καλά; Να τον ρωτήσω; Ή θα με πει μαλάκα;
- Ρε φίλε, σαν πολύ δεν το ξεψειρίζεις το πράμα; Θα δείξει, κούλαρε πια!...

Got a better definition? Add it!

Published