Ο πολύ μεθυσμένος.
Χτες πήγαμε στου Σήφη, αρχίσαμε τσι ρακές κ γίναμε κόκαλο...
Ο πολύ μεθυσμένος.
Χτες πήγαμε στου Σήφη, αρχίσαμε τσι ρακές κ γίναμε κόκαλο...
Got a better definition? Add it!
Η μάρκα μεγάλης αξίας στο καζίνο.
Προτού επικρατήσουν οι αμερικάνικες μάρκες, υπήρχαν οι ευρωπαϊκές (τουλάστιχον στην Ευρώπη). Οι αμερικάνικες μάρκες έχουν όλες το ίδιο μέγεθος, και απλά αλλάζει το χρώμα και το αναγραφέν ποσό. Οι ευρωπαϊκές μάρκες αντιθέτως, είχαν και έχουν (πουλιούνται ακόμα) διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με την αξία (γράφουν και το ποσό). Όσο πιο μεγάλης αξίας η μάρκα, τόσο και πιο μεγάλη σε μέγεθος. Η μεγαλύτερης αξίας μάρκα που κυκλοφορούσε στο καζίνο αποκαλούνταν και κόκαλο (ή κόκκαλο), γιατί ήταν και μεγάλη (συνήθως παραλληλόγραμμη, και σε μέγεθος ενός πακέτου Dunhill).
- Πώς τα πήγες σήμερα, Μιχαλάκη;
- Πάνε να μου φάνε και το τελευταίο κόκαλο από τα κερδισμένα. Χέστα....
Got a better definition? Add it!
Παλιά έκφραση για το είδος γκομενάκι, πουτσομεζές, παστάκι.
Κάτι σε πολύτιμο μεζεδάκι, όπως (υποτίθεται) το κόκκαλο για τον σκύλο.
Στο πλοίο συναντιούνται δυο πενηντάρηδες.
- Γεια σου Στέλιο!
- Γεια σου ρε Μήτσο, πώς πάει;
- Καλά, ναούμ, καλά.
- Έλα κάτσε δω...
- Μόνος σου είσαι, για έχεις κανα κόκκαλο;
- Ρε συ, ρε παντρεμένος άνθρωπος είμαι πια ρεεε! Τι μου λες κόκκαλο ρε, πάνε αυτά ρε, πάνε σου λέω!...
Got a better definition? Add it!
Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Στον στρατό, όταν μένει ο φαντάρος ακίνητος σε στάση προσοχής.
Νέος! Κάτσε προσοχή! Κόκκαλο σε θέλω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.
- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Το ζυμάρι στην άκρη της στρογγυλής πίτσας αφού ο δικαιούχος έχει φάει όλο το υπόλοιπο με τα αλλαντικά κτλ.
- Δεν τα τρως τα κόκαλα; - Μπα, δώστα στο σκύλο.
Got a better definition? Add it!
Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).
Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.
-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε!
-χεχεχεχε!...
«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»
Νότια Μπάχαλα (lyrics)
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!