Ο ογδοντάρης.

Έγινε σήμερα οντάρης, και μας έβαλε να ψάξουμε ογδόντα κεράκια ο γεροξεκούτης. Ου γαρ έρχεται μόνον. Τελικά φάγαμε κερί με τούρτα!

Η Κάθριν Τσάνσλορ στα 80στά γενέθλιά της. (από Dirty Talking, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριαντάρης, σαραντάρης.

Το Sweet Bird of Youth του Tennessee Williams περιγράφει το δράμα ενός εικοσάρη που γίνεται αντάρης.

Tennessee Williams (από Dirty Talking, 16/03/09)Και την ηλικία σου ξεχνάς και το όνομα σου κι άμα λάχει σε πετάει κια μέχρι τον α του Σκορπιού... σε εντελώς σκόρπια κατάσταση λέμετε (από GATZMAN, 18/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πενηντάρης, εξηντάρης, εβδομηντάρης, εννενηντάρης. Ο κατεξοχήν πουρέιτζερ.

Ηντάρα γαμάτη η Τίνα Τέρνερ!

Κωνσταντάρας (Ο Τρελοπενηντάρης)  (από GATZMAN, 16/03/09)Κωνσταντάρας (Ο Τρελοπενηντάρης) (από GATZMAN, 16/03/09)Γιώργος Ξηντάρης (τραγουδιστής) (από GATZMAN, 16/03/09)Γιώργος Ξηντάρης (τραγουδιστής) (από GATZMAN, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.

- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!

Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω την ηλικία των ογδόντα. Πολύ παππούς δηλαδή.

- Ο παππούς μας ηντάρισε φέτος!
- Τόσο νέος είναι; Νόμιζα ότι είχε ήδη ονταρίσει. - Βεβαίως! Είχε ονταρίσει πριν δέκα χρόνια! Τώρα εννεν-ηντάρισε! Αλλά δεν του φαίνεται! Είναι πολύ κοτσονάτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω την ηλικία των τριάντα, σαράντα.

- Λένε ότι άμα ανταρίσεις και δεν έχεις βρει το νόημα της ζωής, πρέπει να αυτοκτονήσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω την ηλικία των πενήντα, εξήντα, εβδομήντα ή και πάλι των ενενήντα.

Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί και δέρνει. Η ζωντανή απόδειξη του πενηντάρη του Ζαμπέτα.

(από vip, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα έξοδα είναι δυσαναλόγως περισσότερα από τα έσοδα.

Λέγεται και το αντίστροφο, αλλά είναι πιο σπάνιο. Το αντίστροφο θα μπορούσε σλανγκικώς να λεχθεί και για αλλαξοκώλη κολομπαρά-κωλομπαρά που παίρνει πιο πολύ απ' ό,τι δίνει ή για μπάι.

Με τέτοια οικονομική στύση κι αυτός ακόμη βγάζει με το τσουβάλι και βάζει με το τσιμπιδάκι!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για γερόντια που διατηρούν την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους, στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού. Αυτός, γέρος κυρίως, που έχει σωματική και ηθική αντοχή, ο ακμαίος, δυνατός.

Ετυμολογία: Κοτσονάτος με προχωρητική αφομοίωση < κοτσανάτος < κοτσάνι < **κοψάνιον* < **κόψανον* < κόπτω.

Δεδομένου ότι ετυμολογείται από το κοτσάνι, ο κοτσονάτος είναι μάλλον αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός, δεν έχει λ.χ. καμπουριάσει, κακαμοιριάσει κτλ, αλλά διατηρεί ευθυτενές λυγερό παράστημα. Δηλ. το ανδρικό και γεροντικό αντίστοιχο της λεβεντομούνας.

Ασίστ: Beth.

Κοτσονάτος ο Επαμεινώνδας! Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί με τη σέσουλα.

Επίσης και κοτσανάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ριπές σπέρματος που παίρνουν κάποιον /-αν, χωρίς απαραίτητα να το επιθυμεί, σε ημιτελή διασπερμάτευση, σε ανεξέλεγκτο φλοκοπόταμο, ή, αυτοαναφορικώς, σε Τακ-Attack.

Επειδή τα κυνηγετικά σκάγια διασπείρονται για να πετύχουν το θήραμα κι οι κυνηγοί βαράνε και λίγο στην τύφλα, ομοίως ο πεοβόλος δεν μπορεί πάντα να στοχεύσει με ακρίβεια, αλλά εντούτοις πετυχαίνει συχνά το θύμα του.

Κλασική έκφραση: «Τον / την πήραν τα σκάγια».

Λίλιαν: - Τι είναι αυτό φιλενάδα; Μάσκαρα; (Σ.ς. Η κλασική ατάκα).
Λάουρα: - Με πήραν τα σκάγια του Μένιου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified