Ο ογδοντάρης.
Έγινε σήμερα οντάρης, και μας έβαλε να ψάξουμε ογδόντα κεράκια ο γεροξεκούτης. Ου γαρ έρχεται μόνον. Τελικά φάγαμε κερί με τούρτα!
Ο ογδοντάρης.
Έγινε σήμερα οντάρης, και μας έβαλε να ψάξουμε ογδόντα κεράκια ο γεροξεκούτης. Ου γαρ έρχεται μόνον. Τελικά φάγαμε κερί με τούρτα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τριαντάρης, σαραντάρης.
Το Sweet Bird of Youth του Tennessee Williams περιγράφει το δράμα ενός εικοσάρη που γίνεται αντάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πενηντάρης, εξηντάρης, εβδομηντάρης, εννενηντάρης. Ο κατεξοχήν πουρέιτζερ.
Ηντάρα γαμάτη η Τίνα Τέρνερ!
Κωνσταντάρας (Ο Τρελοπενηντάρης) (από GATZMAN, 16/03/09)
Γιώργος Ξηντάρης (τραγουδιστής) (από GATZMAN, 16/03/09)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.
- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!
Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτάνω την ηλικία των ογδόντα. Πολύ παππούς δηλαδή.
- Ο παππούς μας ηντάρισε φέτος!
- Τόσο νέος είναι; Νόμιζα ότι είχε ήδη ονταρίσει.
- Βεβαίως! Είχε ονταρίσει πριν δέκα χρόνια! Τώρα εννεν-ηντάρισε! Αλλά δεν του φαίνεται! Είναι πολύ κοτσονάτος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτάνω την ηλικία των τριάντα, σαράντα.
- Λένε ότι άμα ανταρίσεις και δεν έχεις βρει το νόημα της ζωής, πρέπει να αυτοκτονήσεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτάνω την ηλικία των πενήντα, εξήντα, εβδομήντα ή και πάλι των ενενήντα.
Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί και δέρνει. Η ζωντανή απόδειξη του πενηντάρη του Ζαμπέτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν τα έξοδα είναι δυσαναλόγως περισσότερα από τα έσοδα.
Λέγεται και το αντίστροφο, αλλά είναι πιο σπάνιο. Το αντίστροφο θα μπορούσε σλανγκικώς να λεχθεί και για αλλαξοκώλη κολομπαρά-κωλομπαρά που παίρνει πιο πολύ απ' ό,τι δίνει ή για μπάι.
Με τέτοια οικονομική στύση κι αυτός ακόμη βγάζει με το τσουβάλι και βάζει με το τσιμπιδάκι!
Got a better definition? Add it!
Published
Λέγεται για γερόντια που διατηρούν την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους, στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού. Αυτός, γέρος κυρίως, που έχει σωματική και ηθική αντοχή, ο ακμαίος, δυνατός.
Ετυμολογία: Κοτσονάτος με προχωρητική αφομοίωση < κοτσανάτος < κοτσάνι < **κοψάνιον* < **κόψανον* < κόπτω.
Δεδομένου ότι ετυμολογείται από το κοτσάνι, ο κοτσονάτος είναι μάλλον αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός, δεν έχει λ.χ. καμπουριάσει, κακαμοιριάσει κτλ, αλλά διατηρεί ευθυτενές λυγερό παράστημα. Δηλ. το ανδρικό και γεροντικό αντίστοιχο της λεβεντομούνας.
Ασίστ: Beth.
Κοτσονάτος ο Επαμεινώνδας! Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί με τη σέσουλα.
Επίσης και κοτσανάτος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ριπές σπέρματος που παίρνουν κάποιον /-αν, χωρίς απαραίτητα να το επιθυμεί, σε ημιτελή διασπερμάτευση, σε ανεξέλεγκτο φλοκοπόταμο, ή, αυτοαναφορικώς, σε Τακ-Attack.
Επειδή τα κυνηγετικά σκάγια διασπείρονται για να πετύχουν το θήραμα κι οι κυνηγοί βαράνε και λίγο στην τύφλα, ομοίως ο πεοβόλος δεν μπορεί πάντα να στοχεύσει με ακρίβεια, αλλά εντούτοις πετυχαίνει συχνά το θύμα του.
Κλασική έκφραση: «Τον / την πήραν τα σκάγια».
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified