Οι μέρες της περιόδου, ένας κομψός, αλλά απαισιόδοξος τρόπος να αναφέρεσαι σ' αυτές. Καθιερώθηκε και από μια διαφήμιση στα '80ς, που έλεγε «για τις δύσκολες μέρες».

Οι δύσκολες μέρες μόνο να περάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μέρες της περιόδου, ένας κομψός τρόπος να αναφέρεσαι σ' αυτές.

- Κρίμα, κι έπεσε το ταξίδι στο Λονδίνο πάνω σε βροχερές μέρες και δεν το ευχαριστήθηκα...
- Μα πάντα βρέχει στο Λονδίνο.
- Δεν με κατάλαβες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική παραλλαγή του «εδώ και τώρα». Σημαίνει «του Αγίου Πούτσου ανήμερα».

- Η Ελλάδα θα γνωρίσει μια νέα εποχή ευημερίας εδώ και τώρα!
- Ναι, καλά, εκεί και τότε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «comme ci, comme ca», σημαίνει «έτσι κι έτσι», αλλά σημαίνει σλανγκικώς και ότι πρέπει να είμαστε κομψοί, να έχουμε προσοχή, κατά το μπιουτιφούλ, beautiful.

- Πώς σου φαίνεται Μένιο αυτή η μπλούζα, δεν ταιριάζει που αφήνει να φαίνεται το τατουάζ μου;
- Κομψί κομψά...

Comme ci comme ça - French Affair (από poniroskylo, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασικό όνομα Βλάχας στις κλασικές ταινίες, είτε είναι υπηρέτρια σε αστικό σπίτι, είτε πρωταγωνίστρια βουκωλικού πηδυλλίου.

Παγώνα μ', τήτοιου πράμας δην τού 'χαμη ματαξαναπάθει!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό βλάχικο επιφώνημα, ιδίως από παλιές βλαχάρες υπηρέτριες σε αστικά σπίτια, ή γενικά από Βλάχο που ήθελε από ευγένεια ή δουλοπρέπεια να βάλει τον εαυτό του στην θέση του υποτελούς. Το υποτίθεται αστείο είναι ότι ακούγεται σαν «ουρήστε», «κατουρήστε».

- Τι θέλεις παιδί μου Νεοκλίδη;
- Πήγα στον ανθυπολογαχό και μού 'πε «δεν έχεις κλάση», και μετά στον υπολοχαγό και μου είπε «δεν έχει σχέση».
- Ουρίστε!
- Τελικά, πρέπει να κλάσω, να χέσω και να ουρήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.

Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...

- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.

(από jesus, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.

- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική που χρησιμοποιείται για κάποιον με συμπεριφορά μπάρμπα-Μπρίλιου, με την ειδική αλλά και ευρύτερη έννοια.

  2. Επίσης, ως αστεία φιλική προσφώνηση.

  3. Επίσης, ως συνώνυμο του «θεϊκό» κατά την παλαιά σημασία του.

  1. Πού πας ρε θείο με 40 χλμ την ώρα στην αριστερή λωρίδα;

  2. Θείο, τι λήμμα ήταν αυτό που ανέβασες;

  3. Ξάπλωσε το θείο κορμί της στην ξαπλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για ταινίες ή άλλα πολιτιστικά προϊόντα, που θυμίζουν υπερβολικά τα κόμικ της Μάρβελ, έχοντας λ.χ. «χάρτινους» υπερήρωες, αναληθοφάνειες, «φέσια», good guys & bad guys, θυμίζουν αισθητική κόμικ, υπερβολικά γραφικά κ.τ.ό.

- Ντάξει, να πάμε σινεμά, αλλά μην δούμε καμιά μαρβελιά πάλι...

το χουμε ξαναδει το έργο (από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified