Όταν κάποιος αμολάει μαλακίες με την σέσουλα, δηλαδή χωρίς μέτρο. Καλούμπα καλείται το κουβάρι του σπάγκου που χρησιμοποιούμε στον αετό που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα.

Την καλούμπα συναντάμε και σε τραγούδι («Αμόλα καλούμπα Κούλα, αμόλα καλού-κακού») με την έννοια «δίνε του γρήγορα Κούλα, κινδυνεύεις».

Καλά ρε αυτός αμολάει τις μαλακιές με την καλούμπα!

Βλ. επίσης αμόλα καλούμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα λες όλα, μην εκτίθεσαι, κράτα μια πατινή, όποιος και να είναι ο εξομολογητής σου (συνήθως οι εξομολογήτριες είναι καλύτερες).

Δεν μιλάμε για την κλασική εξομολόγηση στον παπά, αλλά την γλιστρίδα που μας πιάνει να τα πούμε όλα, (θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει), μα όλα, λες και περιμένουμε ένα μπράβο που τελικά, αν ειπωθεί, θα είναι μέσα από τα δόντια γεμάτο ζήλια (ξέρετε τι θέλω να πω κορίτσια, συζητήσεις για γκόμενους αναμεταξύ σας) και δηλητήριο πικρό.

Γι' αυτό σε λέω, κράτα κόντρα στην εξομολόγηση, κράτα λίγο ντεε...

- Γιατί τέτοιο ύφος Κλέλια, και τέτοια κατεβασμένα μούτρα; (πρόσεχε μη βρεις στο πεζοδρόμιο με το πηγούνι σου)
- Τι να σου πω ρε φιλενάδα, έλεγα στην Μαίρη για τον Μιχάλη, το τι γουστάρει και πώς περνάμε και τώρα τα έχει μαζί του η βρωμιάρα...
- Εμ στα έλεγα εγώ, Κλέλια μου κράτα κόντρα στην εξομολόγηση, αλλά εσύ να τα πεις μη και χάσεις τη φιλενάδα, μη χέσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγκλέουρας είναι ένα φυτό, που η επιστημονική του ονομασία είναι ελλέβορος και ανήκει στα δικοτυλήδονα βατραχοειδή.

Το φυτό αυτό έχει παράξενες ιδιότητες. Όταν το μυρίζεις, σου προκαλεί κάτι σαν ναυτία κι έχει μια περίεργη πικρή γεύση και στυφή μαζί. Χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς. Δημιουργεί δυσφορία σ' αυτούς που το χρησιμοποιούν και είναι πολύ δύσκολο στη χρήση του από μη γνώστες. Γι' αυτό και τη δυσφορία από την κατάποση τη χαρακτηρίζουμε με τη φράση: έφαγε τον αγκλέουρα. Σήμερα έχει περιορισμένη χρήση. Το δίνουν για δερματικές παθήσεις, επιληψία, μελαγχολία, και σλανκαρχιδίαση.

Εμείς τώρα λανθασμένα το χρησιμοποιούμε για ποσοτικό προσδιορισμό λήψεως τροφής, δηλαδή κάποιος που έφαγε πολύ, λέμε «έφαγε τον αγκλέουρα».

Πήγε στο γάμο που τον κάλεσαν έφαγε του σκασμού στο τραπέζι. Την άλλη μέρα πήγε και στα βαφτίσια, πάλι άφαγε ασταμάτητα. Γενικά έφαγε τον αγκλέουρα αυτές τις μέρες, θα σκάσει στο τέλος.

Ο ελλέβορος. (από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλιωσε πλιά το «τελεία και παύλα» και σε αντικατάσταση έρχεται τo «τελεία com».

Είπα και λάλησα ρε και τελεία com.

(από Khan, 04/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μέθοδος με την οποία προσπαθούμε να αποκτήσουμε κάτι με τον τρόπο κοπής του σαλαμιού (φετούλα φετούλα).

Εάν το πάρουμε όλο, θα πέσει κράξιμο και θα υποστούμε κυρώσεις. Φετούλα φετούλα (με δόσεις) δεν φαίνεται.

Ισχύει και στην συμπεριφορά των ανθρώπων και των ζώων σε σχέση με τον άνθρωπο στο ζήτημα της ιεραρχίας μέσα στην αγέλη (και μόνον με αγελαία ζώα).

Η σαλαμοποίηση έχει ισχύ σε πολλές περιπτώσεις π.χ.

  1. Τρόπος φορολόγησης Ελλήνων πωλητών
  2. Τρόπος επιβολής αύξησης του βαθμού ιεραρχίας σε κατοικίδιο σκύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1 - Μικρές ραδιουργίες.

2 - Ναι μεν θέλω και το θέλω πολύ, αλλά θα κάνω κολπάκια μέχρι να ενδώσω.

3 - Οι οδηγοί μοτό και αυτοκινήτων όταν κάνουν επικίνδυνα ή όχι κολπάκια (ελιγμούς) στο δρόμο χάριν επιδείξεως.

4 - Η μηχανή αυτή / το πρόγραμμα αυτό κάνει κολπάκια (δεν λειτούργει σωστά).

Κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντ' αυτού και το τσαλιμάκια.

Έλα μωρό μου έλα να κάτσεις πάνω στα γόνατα μου, έλα και άσε τα κολπάκια και τα τσαλιμάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδέξιος, χωρίς δεξιότητες, κάνει όλο λάθη και προκαλεί προβλήματα, δεν είναι ατσαλωμένος (σκληρυμένος) στη δουλεία, στη ζωή, στην γνώση της ζωής. Κατ' επέκταση δεν έχει δεξιότητες που αφορούν την ζωή.

Δεν έχει καμία σχέση με τη μάθηση του / των σχολείων του, όπου μπορεί να είναι άριστος, αλλά με τοις δεξιότητες της ζωής σε σχέση με το φέρεσθε και άγεσθε προς τους άλλους.

- Μα τί μαλάκας ρε αυτός ο προϊστάμενος που μας φόρτωσαν!
- Τί λες ρε, δεν είδες τα διπλώματα και τα παπλώματα που του κάρφωναν δυο μέρες οι υπεύθυνοι της μετακομίσεις στο καινούργιο του γραφείο;
- Τα είδα ρε, αλλά είδες τί υβρίσεις έριξε στην καθαρίστρια σήμερα το πρωί που είδε λίγο σκόνη στο γραφείο του... Την απείλησε να την απολύσει την επόμενη φορά!
- Κατάλαβα ρε, είναι άτσαλος τελικά με ένα τοίχο επαίνους και διπλώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπλεντ ιν (blend in) στα Αγγλέζικα, που σημαίνει αφομοίωση μέσα σε ένα σύνολο πραγμάτων, ανθρώπων, εξαφάνιση μέσα σε ένα περιβάλλον λόγω προσαρμογής.

Τόσο μπλενταρισμένος, που δεν τον ξεχωρίζεις από τους άλλους (για ανθρώπους), ή δεν ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα (περί αντικειμένου).

Ενώ όταν ήρθε ήταν διαφορετικό με ορατή διαφορά, αλλά μπλενταρίστηκε με το περιβάλλον του, εξ ου και το μπλέντερ που τοποθετούμε διάφορα υλικά και με τις λεπίδες του τα κάνει όλα ένα.

Απαιτητό από μαυρογιάννη.

1 Oι μετανάστες που καταφέρνουν να μπλενταριστούν με τους γκάγκαρους Αθηναίους, περνούν καλύτερα από τους γκετοποιημένους.

2 Ο χαμαιλέων μπλεντάρεται άνετα με το περιβάλλον του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που δεικνύει τη μη συνεννόηση μεταξύ δυο ατόμων και, όταν έχουμε χάσει τη μπάλα (που είναι τώρα;;) και προσπαθούμε να καταλάβουμε τί τρέχει, το λέμε στον εαυτό μας.

Καλά ρε παιδί μου, τι τρέχει εδώ, διορθώνω τον ορισμό μου και τον αποθηκεύω, αλλά το ρόλοι μου λέει 17.10 και η ιστοσελίδα λέει 14.10... Καλά, σε ποια χώρα λειτουργεί η ιστοσελίδα; Πάει, έχω χάσει την μπάλα και είμαι σε λάθος σελίδα, ας το δημοσιεύσω καλύτερα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας, γκαβάδι, γκαβή, γκάβακος.

Ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα: ο μισότυφλος, όχι ο κανονικός τυφλός, αλλά αυτός που βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση, φυσική ή αισθηματική. Στη προσπάθειά του να αναλύσει την κατάσταση (σαν καινούργια που είναι) και να μπλενταριστεί σε αυτήν, δεν βλέπει ή δεν παρατηρεί κάποια προφανή σε άλλους -που έχουν περισσότερο χρόνο σε αυτή την κατάσταση- πράγματα ή αισθήματα.

Το προφανές σε αυτά τα νέα πράγματα ή συναισθήματα, σε αντιδιαστολή με την δυσκολία του νέου να τα δει και να τα αφομοιώσει, δίνει αφορμή στους έχοντας συνηθίσει την νέα αυτή κατάσταση να αναφωνήσουν: «καλά ρε γκάβακα, δεν το βλέπεις, μπροστά σου είναι!».

(το Ν στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος = ο οδηγός είναι Νικολάκης ή η Νικολέτα)
Ήχος από λάστιχα που φρενάρουν και παραλίγο τρακάρισμα.

- Καλά ρε γκαβονικολάκη, δεν το είδες το ρημάδι το στοπ; Θέλεις να μας κλείσεις το σπίτι;
- Τι να δω ρε φίλε, το έχουν βάψει με γκραφίτι!
(μονολογώντας και με πρώτη ξεκινά, «τι να του πω τώρα του γκάβακα το σχήμα στον στύλο δεν το κατάλαβε;»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified