Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.

Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).

- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία ένας χασισοπότης βάζει ολόκληρο το τσιγάρο στο στόμα του ανάποδα, με την τζιβάνα να βγαίνει από τα άλλως κλειστά χείλη του, και, κάνοντας χωνί με τα χέρια του, φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου.

Θεωρείται αποτελεσματικό για να την ακούσεις, αλλά είναι απαίσιο και σχεδόν αναπόδραστα προκαλεί βήχα.

Εναλλακτικά γίνεται και χωρίς χέρια, χείλη με χείλη. Μεταξύ ατόμων που ψιλογουστάρονται, αυτό είναι ένας καλός τρόπος για να φτάσουν, δήθεν στο ξεκάρφωτο, στο πρώτο φιλί.

Κοντεύει να τελειώσει και δεν την έχω ακούσει ακόμα. Μου κάνεις μια ανάποδη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φούντα (ινδική κάναβη σε ακατέργαστη μορφή).

Καλά, είναι δυνατόν να μην υπάρχει λήμμα χόρτο στο slang.gr όταν υπάρχουν τόσες πιο σπάνιες και απίθανες λέξεις;

(από Khan, 26/07/13)(από Khan, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ελλειπτικό: χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο, με υποκείμενο τον μπάφο ή άλλο συνώνυμο.

Λέγεται για τσιγάρο που έχει καπνιστεί μέχρι την τζιβάνα, οπότε ο επόμενος καπνίζει σκέτο χαρτόνι.

-Παίζει ακόμα;
-Μπα, το σκότωσα, τζιβάνιασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί μπάφων: Σβήνω.

- Το σκοτώνω, ε;
- Όχι, έχει ακόμα μια - δυο τζούρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified