Εννοείται πρήζω στο ξύλο (από τα χτυπήματα), αλλά λέγεται έτσι, σκέτο. Ιδιαίτερα οπαδικό, ακουσμένο προς το παρόν πολύ στην Θεσσαλονίκη.

Πρβλ. και κάνω γκάιντα, τουμπανιάζω, κάνω τόπι στο ξύλο.

  1. Από εδώ:
    - παρε πουλο ρε άνιωθε , και που απαντας στο comment πολυ ειναι
    - αμα σε πρήξω θα σου πω εγώ μουνόπανο

  2. Από εδώ:

- THA PARO FORA APO TO SOUNIO GIA NA ERTHO NA STON KARFOSO STON KOLO KAI NA SOU VGEI APO TO STOMA
- NA ΠΑΡΕΙΣ ΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΥΚΑΒΗΤΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΚΛΑΣΕΙΣ,ΛΟΥΓΚΡΑ.....
- kourada tha se kano ego ama se prikso sto ksylo palioaderfi

(από patsis, 09/09/11)(από patsis, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση αδιαφορίας για την αντιπάθεια που προκαλέσαμε σε κάποιον. Η αδιαφορία αυτή είναι μερικές φορές βεβιασμένη και προσπαθεί να υποκρύψει την ανασφάλειά μας, μήπως κάναμε κάτι που δεν έπρεπε και συνεπώς μήπως φταίμε κι εμείς.

Στην λογική ότι δεν μπορείς να τα έχεις καλά με όλους, ότι κάποια στιγμή κάποιον θα δυσαρεστήσεις. Όσο περνάνε τα χρόνια όμως το αποδέχεσαι και βρίσκεις παρηγοριά στο ότι, ακόμα κι αν έχασες μια συμπάθεια, το άθροισμα από τους υπόλοιπους φίλους βγαίνει θετικό. Καταγράφεις την ζημιά και πας παρακάτω, όπως ένας πολιτικός σε προεκλογική περίοδο. Και επειδή εν προκειμένω «δεν κατεβαίνεις για δήμαρχος» που λένε, δεν αγχώνεσαι ιδιαίτερα.

Πρβλ. Τι είχαμε τι χάσαμε (ψωλέο σε ξεχάσαμε).

- Όπα ρε, γιατί της πέταξες αυτό για τον αδερφό της;
- Γιατί; Αφού αλήθεια είναι. Λες γι' αυτό να τό 'κλεισε;
- Σου τό 'κλεισε γκρανκ; Στα μούτρα;
- Ε σχεδόν... Τεσπά, μια ψήφος λιγότερη, τι να κάνουμε τώρα.

(από Galadriel, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανοίγω (γεμάτο και σφραγισμένο) μπουκάλι με ποτό. Αυτό μπορεί να είναι απλώς ένα κόκκινο ουισκάκι ή, κυρίως, ένα πιο σπέσιαλ, είτε σαραντάρι είτε κρασί, κάτι που κρατούσα για περιπτώσεις σαν κι αυτή.

Μάλλον δεν λέγεται όταν ανοίγουμε μπουκάλι σε μαγαζί - το μπουκάλι πρέπει να ανασύρεται από το προσωπικό μας απόθεμα.

Παρεΐστικη χαριτωμενιά που θυμίζει παλαιότερες εποχές: ότι και καλά «σφάζω μια κότα» ή τον μόσχο τον σιτευτό για να το 'φχαριστηθούμε όλοι. Ή καμιά ρέγγα.

- Φίλε δεν αρχίζουμε με κάνα ξίδι σιγά-σιγά; Καμιά μπυρίτσα παίζει;
- Μπυρίτσα λες; Ή να σφάξουμε ένα γκλένφιντιχ δωδεκάρι που έφερε ο κουμπάρος;

Got a better definition? Add it!

Published

... να πάρει γεύση από σκέψη.

Μ' άλλα λόγια σκέφτομαι πριν μιλήσω, μιλώ αφού έχω κάνει έστω μια ελάχιστη ανάλυση των δεδομένων, με λογικό ειρμό, ακόμα και αν τελικώς αποδειχθώ λάθος.

Η έκφραση κυρίως χρησιμοποιείται σαν ειρωνική και επιθετική προτροπή σε κάποιον που λέει ό,τι νά 'ναι. Ή σε αυτόν με τον οποίο διαφωνούμε για να υποβαθμίσουμε την διανοητική του επάρκεια.

Βλ. και εγκεφαλοκλάνι. Αντίθετο: βουτώ τη γλώσσα στον κώλο.

  1. Από εδώ:

Λοιπόν βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου πριν μιλήσεις γιατι είναι κρίμα να χαλάσουμε το τόπικ των παιδιών επειδη εσυ δεν σκέφτεσαι.

  1. Από εδώ:

Ποιος ειναι πολυ μικρος;ο Μιχαλης; αχαχαχαχαχαχαχαχααχαχαχαχα! Ρε βουτατε την γλωσσα στο μυαλο πριν πειτε την μαλακια σαςΡομπα γινεστε! Απειρα respect στον B.D FOXMOOR!Ειναι ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δίκαιος, ο μη στημένος, ο αμερόληπτος, αυτός που τηρεί ίσες αποστάσεις από τα δύο αντίπαλα μέρη, που παίζει το παιχνίδι πενήντα-πενήντα.

Κυρίως προσδιορίζει διαιτητή / διαιτησία αλλά και τον αντίστοιχο αγώνα (πρβλ. τα σπόρια). Υπάρχει και επίρρημα, πενηνταρίσια (όπως λέμε παλικαρίσια).

  1. Από εδώ:

Δεν λέω ότι έπαιξε η ομάδα μου αλλά έτσι χαλαρά όπως έπαιζε εάν ήταν πενηνταρίσιος ο διαιτητής το ματς τουλάχιστον θα έληγε Χ.

  1. Από εδώ:

Πάμε να δούμε τα αγωνιστικά και πάντα υπό την συνθήκη ότι θα δούμε ένα κανονικό παιχνίδι, σε κανονικές συνθήκες, με κανονική πενηνταρίσια διαιτησία.

  1. Από εδώ:

Επόμενος αγώνας την Κυριακή 21/02/2010 στις 19.00 με το βάζελο στην Τούμπα. Με νίκη χτυπάμε ακόμα και πρωτάθλημα. Εκεί δεν θα φανεί μόνο πόσα απίδια χωράει ο σάκος μας, αλλά και πόσα απίδια χωράει ο σάκος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είμαι περίεργος να δω πόσο πενηνταρίσιο παίξιμο θα έχουμε από τη διαιτησία (προβλέπω Κάκο...)

  1. Από εδώ:

Δεν θα τον ξανααναφέρω με την προϋπόθεση πως η ΚΕΔ θα ορίσει φέτος στο ΠΑΟΚ-Άρης τον μοναδικό διαιτητή που σας έχει παίξει «πενηνταρίσια» σε μεταξύ μας μάτς (όπως λέτε), τον μεσιέ Σπάθα.

Στο 0:40 και πιο μετά. (από patsis, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσαμπουκά, και με τις δυο χρήσεις (δες τον ορισμό). Φοριέται πολύ σε οπαδικά περιβάλλοντα.

Ο άνθρωπος που τσαμπουκαλεύεται, που ρέπει στους καυγάδες ή, διαφορετικά, αυτός που χρησιμοποιεί την διπλωματία του καουμπόυ, ξεκινάμε με ντου κι άμα μας βγει, μας βγήκε. Με πιο θετική αξιολόγηση, αυτός που δεν κωλώνει να διεκδικήσει κάτι απέναντι στον οποιονδήποτε κι ας είναι ισχυρότερος, με δυναμισμό, με τσαγανό, με ψυχή που του βγαίνει εκεί που πρέπει, το μαγκάκι, το παλικαράκι το σωστό, μ' αρχίδια (κι ας μιλάμε για γκόμενα).

Τσαμπούκια είναι και οι καταστάσεις με τσαμπουκάδες, με επιθετική αντιπαράθεση, με ανταλλαγές απειλών χρήσης βίας ή βία.

Ούτε σαμπούκα, ούτε τσιμπούκι, μη μπερδεύεσαι.

  1. Από εδώ:

Στη δική μας ομάδα αντίστοιχα, άμπαλος αμπλαούμπλας που επέζησε χρόνια, κυρίως γιατί έγλυφε Σώκρατες και Διοίκηση και πουλούσε Γαυροφροσύνη στην Έξέδρα ήταν ο Αμανατίδης. Αλλά αυτόν δεν θα τον μπουκέτωνα όχι μόνο γιατί προσπάθησε με τις φτωχές του δυνατότητες να ανταπεξέλθει όπως-όπως στα αγωνιστικά του καθήκοντα, αλλά και γιατί δεν το έπαιξε γατόνι και τσαμπούκι στους φιλάθλους όπως ο Γκούμας.

  1. Από εδώ:

Οι πρόεδροι «τσαμπούκια» απολύουν προπονητές με το έτσι θέλω και τα αποτελέσματα τα βρίσκουν μπροστά τους.

  1. Από εδώ:

Ότι και καλά από τη γυναίκα έχουν προέλθει όλα τα άσχημα, από την Εύα και μετά. Τσαμπούκι μεγάλο όμως η Κας, βασιλιάς-ξεβασιλιάς, σιγά μην κώλωνε, σκέφτεται «τι λες ρε μάστορα» και του πετάει «και εκ γυναικός τα κρείττω», δηλαδή «από τη γυναίκα έχουν προέλθει και όλα τα καλά» όπερ εστί μεθερμηνευόμενον «αν δεν υπήρχε η Παναγία, ρε κακομοίρη, πώς θα ερχόταν στον κόσμο ο Χριστός, θα φύτρωνε;»

  1. Από εδώ:

δεν αφηνεις τις προβλεψεις και να ερθεις;
αντε ξεκουνααααα,καφεδακι θα πιουμε ,να γνωριστουμε,να μιλησουμε... απλα ομορφα και ησυχα,χωρις αγριαδες και τσαμπούκια
ασπρο μπλουζακι φορα μονο

Got a better definition? Add it!

Published

Οι μπότες μάρκας Dr. Martens (αλλιώς ντοκ μάρτινς). Είναι διαχρονικά πετυχημένες εμπορικά, και στην Ελλάδα, γι' αυτό και η εξελληνισμένη ονομασία τους.

Η προσωπική μου μαρτυρία είναι ότι την δεκαετία του '90 και σε εφηβικές ηλικίες «μαρτίνια» λέγανε τα πιο τσαμπούκια κομμάτια της μάρκας, ιδίως αυτά με το σίδερο μπροστά, που ήταν λες και προορίζονταν για εργάτες μηχανουργείου. Προφανώς το νόημα ήταν να προσφέρουν ένα έξτρα όπλο στην διάθεση του κατόχου για την περίπτωση συμπλοκής, στο ίδιο στυλ με το τεράστιο κρικάρι δήθεν για τα κλειδιά (βλέπε σιδερογροθιά) και δεν θυμάμαι τι άλλο. Το όλο πακέτο ήταν διακριτό στα άλλα μέλη της βιοκοινότητας πλην γονέων, δασκάλων και λοιπών ανθρώπων της κυβερνήσεως (σιγά το καμουφλάρισμα βέβαια, αν έχεις μάτια θα το πιάσεις το υπονοούμενο), συνεπώς προειδοποιούσε τους αντιπάλους και πουλούσε την ανάλογη μούρη στις γκόμενες που την αγόραζαν.

Την ίδια περίοδο φοριούνταν πολύ και οι βέρμαχτ, οι γαμάτες μπότες με το σιχαμένο όνομα.

«Μαρτίνια» είναι επίσης σλανγκ για κάτι (πραγματικά) όπλα, τα Enfield Mk4, αλλά και τοπικός ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη για οικόσιτα ζώα (μου είναι ασαφές, μάλλον γίδες αλλά δεν με απασχολεί το ζήτημα).

  1. Από εδώ:

Kι εγώ είχα και vermacht και doc. martins και αντί για flying -αντιδραστική και καλά- είχα πάρει μπουφάν λύκο. Το άλλο με το πορτοκαλί από μέσα αλλά πιο μακρύ και με κουκούλα με λίγο γούνα (ακόμα το χω κάπου στην ντουλάπα μου). Εννοείται ότι τα μαρτίνια τα φορούσα χειμώνα καλοκαίρι με φούστα με κολάν με ό,τι να' ναι και επίσης είχα από all star μόνο μποτάκια (προσφάτως αγόρασα μποτάκι σπέσιαλ μετά από τόσα χρόνια). Ε, το έχω ξαναπεί ήμουν λίγο Πένυ σε πιο λάιτ εκδοχή

  1. Από εδώ:

Μ μου, δεν κλωτσώ. Αν το κάνω θα χρειαστεί εγχείρηση...(διότι θα φροντίσω να φορέσω τα εφηβικά Μαρτίνια μου με το έξτρα σίδερο στη μύτη!)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας, κατά συνεκδοχή, όπως το μουνί μπορεί να σημαίνει την γυναίκα.

Για να καταλάβω: Είστε τρεις ψωλές μαζεμένες και ακούτε να σας τη λέει το κάθε τσουτσέκι σεκιουριτάς και να σας ξεφτιλίζει μπροστά στις γκόμενές σας;

Got a better definition? Add it!

Published

Το χρώμα μαλλιών που είναι υπερβολικά ξανοιγμένα, σε βαθμό που φαίνονται ξεβαμμένα σαν από χλωρίνη.

Λέγεται και για το χρώμα του δέρματος ή άλλου αντικειμένου, που κείνται στο ίδιο χλωμό εύρος.

Έχει μάλλον υποτιμητική χροιά.

  1. Από εδώ:

Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ντύσιμό της: Σατεν, γυαλιστερο, ξωβυζο, μινι, ΠΟΛΥ ρουζ ΠΟΛΥ κονσιλερ ΠΟΛΥ make up γενικότερα, ξασμένο μαλλί χλωρινέ, και λουλούδια στο κεφάλι που φοράνε κοριτσάκια δημοτικού.

  1. Από εδώ:

- Γουστάρεις κι εσύ πάλευκα κωλαράκια χλωρινέ; - χαχαχα ναιι

  1. Από εδώ:

θα πρέπει ίσως να γίνουν λίγο σκουρότερα. Mην ανεβάσετε τον κορεσμό του χρώματος διότι θα γίνει χλωρινέ κυλοτί. Λίγο να κατεβάσετε την φωτεινότητα στα πολύ ανοιχτά χρώματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φουσκωτός, ο πρησμένος. Από την μάρκα φουσκωτών Zodiac.

Θα του έκανα σκηνικό αλλά ήμασταν έξω από ένα σκυλάδικο και άρχισαν να μαζεύονται τα ζόντιακ του μαγαζιού, οπότε τον έβαλα με το στανιό να υπογράψει δήλωση και πήρα την οδική βοήθεια.

Got a better definition? Add it!

Published