Αυτοσαρκαστική έκφραση, χρησιμοποιείται ρητορικά και υποθετικά για να καταδείξει την αδυναμία μας να αντιδράσουμε σε ένα πλήγμα που δεχθήκαμε, μάλλον ηθικής αλλά και γενικότερης φύσεως. Σε περιπτώσεις δηλαδή που μας την είπε κάποιο αφεντικό ή άλλο πρόσωπο υψηλότερης κοινωνικής θέσης ή μεγαλύτερης ευθύνης (λέμε τώρα), που κάηκε το μουνί μας, που άλλο μας έδειξαν κι άλλο μας έμπηξαν και κάθε άλλη κατάσταση που βγήκαμε ριγμένοι και που, προσοχή, δεν έχουμε ουσιαστικά κανέναν τρόπο να αντιδράσουμε παρά να διαμαρτυρηθούμε. Κι αυτό για την τιμή των όπλων, για να μη μας πουν μετά ότι μας άρεσε κι όλας.

- Σού 'κοψε η τράπεζα τα όρια; Έτσι ξαφνικά;
- Είμαι λέει σε επισφαλή κλάδο και πίπες.
- Και τι θα κάνεις τώρα, πού θα σπας τις επιταγές;
- Ξέρω και γω ρε Παναή;
- Καλά και δεν αντέδρασες;
- Τι να τους κάνω; Τράπεζα είναι. Να βροντάω πόρτες και να κλείνω τηλέφωνα; Έχουν το μαχαίρι, έχουν και το πεπόνι.
- Τι να σου πω...
- Η τράπεζα αγόρι μου σου δίνει λεφτά μόνο αν αποδείξεις ότι δεν τα χρειάζεσαι, άσ' τα να παν στο διάολο...

Got a better definition? Add it!

Published

Προεξοφλώ μεταχρονολογημένες επιταγές, κυρίως ιδιωτών (διότι οι τράπεζες και το κράτος συνήθως δεν μεταχρονολογούν τις επιταγές τους, χρησιμοποιούν άλλα μέσα πίστωσης).

Στην καθημερινή πρακτική, με ελαφρώς νομικούς όρους, οπισθογραφώ και παραδίδω σε τράπεζα μία επιταγή που κατέχω βάζοντας τη ρήτρα «τίτλω ενεχύρω» ή ισοδύναμη, με σκοπό να λειτουργήσει αυτή ως κάλυμμα και να χρηματοδοτηθεί η επιχείρησή μου. Αν ο εκδότης ή προηγούμενός μου οπισθογράφος δεν πληρώσει διατηρώ ακέραιη την υποχρέωσή μου να πληρώσω εγώ.

Η έκφραση λέγεται και από την μεριά αυτού που τις λαμβάνει και χρηματοδοτεί.

- Σ' έχουν φάει οι τοκογλύφοι ρε χαϊβάνι.
- Και πού να σπάω τις επιταγές;
- Πήγαινε σε καμιά τράπεζα, τόσες υπάρχουν.
- Γιατί αυτοί τι είναι;
- Καλά, αν σε λίγο μετράς σπασμένα δάχτυλα να με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική και την μεταφορική έννοια της λέξης, το προβλέπεται λειτουργεί ενίοτε περιπαιχτικά για να δηλώσει την καλύτερη ή χειρότερη αντιμετώπιση που δήθεν δικαιούται κάποιος σε σχέση με κάποιον άλλο. Λέγεται και στην ανεπτυγμένη του μορφή: προβλέπεται για την ΕΣΣΟ μου/σου, παραπέμποντας ευθέως στα καψόνια της παλαιότερης σειράς επί της νεότερης.

  1. - Πάλι εγώ θα πάω για μπύρες;
    - Προβλέπεται για την ΕΣΣΟ σου φίλε!
    - Πουσταράδες...

  2. - Πρώτο τραπέζι πίστα ρε αθεόφοβε;
    - Προβλέπεται, φίλε! Κοτζαμάν εφοπλιστής είμαι, σκατά στα μούτρα μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, η αλληλουχία τυχαίων και ασύνδετων μεταξύ τους περιστατικών που οδηγούν αθροιστικά σε ένα απρόσμενο τελικό αποτέλεσμα. Αντί των περιστατικών μπορεί να εννοούνται μη σχεδιασμένες αλληλεπιδράσεις των ιδιοτήτων και των κονέ των εμπλεκόμενων ανθρώπων.

Συνεκδοχικά, ως κόντρα-καραμπόλα μπορούμε να αποκαλέσουμε το αποτέλεσμα όλου αυτού του ντόμινο.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις έλκουν την προέλευσή τους από το χώρο του μπιλιάρδου. Κόντρα σημαίνει, κάπως απλουστευτικά, σύγκρουση μιας μπάλας (ή μπίλιας) με κάποια άλλη, ενώ καραμπόλα είναι το να καταφέρεις, στο γαλλικό μπιλιάρδο, να χτυπήσεις με την μία μπάλα τις άλλες δύο (από τις τρεις που χρησιμοποιούνται συνολικά) με τη σωστή σειρά, κάτι που σου δίνει πόντο.

- Τά 'μαθες; Έφυγε νύχτα κυριολεκτικά ο πουλ μουρ από το ρετιρέ. Τέσσερα νοίκια του σπιτονοικοκύρη, χασάπηδες, μανάβηδες, προποτζήδες, πουτάνες της γειτονιάς, όλοι φεσωμένοι.
- Α πα πα κωλοφαρδία που την έχω! Εγώ το ψυγείο το πληρώθηκα χθες!
- Πώς αυτό;
- Κόντρα-καραμπόλα φάση, πήγα κέντρο για δουλειές αλλά στο δρόμο με πήραν απ' το γραφείο να τους πάω κάτι λίρες συνάλλαγμα για το γιο του συνεταίρου. Μπήκα στην πρώτη τράπεζα που βρήκα και να τος ο λεγάμενος στο ταμείο, να εισπράττει κάνα-δυο τουβλάκια μαλλί. Εννοείται τον άρπαξα απ' τα πέτα το λαμόγιο.
- Μπράβο ρε φίλε, εσύ καθάρισες, ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελλειπτική έκφραση που στην πλήρη της μορφή είναι «ούτε στον παπά μην το πεις», εννοείται κατά την εξομολόγηση. Λέγεται κυρίως για πολύ έως απρόσμενα καλές εμπορικές ευκαιρίες (βλ. τεφαρίκι πράμα) που μας συμφέρει να μείνουν κρυφές, ώστε να επωφεληθούμε εμείς οι ίδιοι όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά και, γενικότερα, για κάθε καλή εξέλιξη στη ζωή μας που κρύβει μια μικρή δόση τύχης, αρκεί να μην αναφέρεται σε σοβαρά και κομβικά ζητήματα παρά να είναι κάτι μάλλον καθημερινό.

Ως γνωστόν, η εξομολόγηση είναι ένα από τα μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Σε αυτό ο πιστός πρέπει να ανοίξει την ψυχή του στον εξομολόγο και να μην κρύψει απολύτως τίποτα, σχετικό εννοείται με την πνευματική του πορεία. Ο δε εξομολόγος απαγορεύεται αυστηρά να γνωστοποιήσει ή να εκμεταλλευτεί όσα άκουσε. Το αστειάκι της έκφρασης είναι διπλό: δύσκολα στην εξομολόγηση θα φτάσει η κουβέντα σε τιμές και ευκαιρίες, ενώ η εν λόγω συναλλαγή ανάγεται συμφέρουσα σε υπερβολικό βαθμό τόσο, που βάζει σε πειρασμό και την ηθική ακεραιότητα του παπά-πνευματικού.

  1. - Πόσο την πήρες τελικά την μπέμπα;
    - Είκοσι χιλιάρικα μου την άφησε, καλά είναι;
    - Πολύ καλά φίλε! Ευκαιρία!
    - Έφευγε για εξωτερικό αυτός και ψιλοβιαζότανε να το δώσει.
    - Ναι ρε σου λέω, τέλος. Ούτε στον παπά τέτοια τιμή!

  2. - Φίλε! Αδερφέ! Δικέ μου!
    - Τι είναι ρε;
    - Μού 'κατσε χθες στο άσχετο μια μουνάρα!
    - Καλή;
    - Τι καλή! Μόνο; Το Λίλιαν!
    - Σώπα! Μπράβο ρε μεγάλε! Σωραίος! Ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σκοπό έχει να αντικρούσει ή να ξορκίσει οποιονδήποτε άνθρωπο ή κατάσταση στρέφεται επιθετικά και με θρασύτητα εναντίον μας. «Γορίλας» μπορεί να σημαίνει είτε λαμόγιο, είτε γυναίκα-Πατσάνγκας που κάνει κίνηση προς το μέρος μας (αντίστοιχα, σε άντρα, ένας παιδοβούβαλος με διάθεση για καμάκι), είτε μεθόδευση-μπινιά που υπονομεύει τα κεκτημένα μας δικαιώματα, οτιδήποτε τελοσπάντων θεωρούμε ότι πρέπει κανονικά και με τον νόμο να τηρείται ελεγχόμενο για την ασφάλειά μας πίσω από τα σίδερα ενός κλουβιού, κυριολεκτικά (ως φυλακή) ή μεταφορικά (ως καταδίκη στην αγαμία ίσως;).

Προέρχεται από μια ατραξιόν του ποιοτικού μετα-μεταπολιτευτικού ελληνικού πανηγυριού, τον θρυλικό γορίλα. Ο γορίλας ήταν μια μούφα sci-fi παράσταση στην οποία παρουσιαζόταν ένας άνθρωπος κλεισμένος σε κλουβί, βυσματωμένος με καλώδια που και καλά τον μεταμόρφωναν σε άγριο γορίλα. Η όλη υπερπαραγωγή έκανε χρήση της τελευταίας λέξης της lo-fi τεχνολογίας 8mm προτζεκτόρων για να προβάλουν την εικόνα της μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή σε ωρυόμενο γορίλα. Το σχετικό ποιηματάκι που φώναζε από τα μικρόφωνα το αφεντικό-μουεζίνης καλούσε τον κόσμο τραγουδιστά: «Γορίλα, γορίλα, γορίλα! Πίσω γορίλα! Άτιμο παιδί! Θα μου κλείσεις το τσαντίρι!»

Για τις ηλικίες κάτω από οκτώ, το θέαμα ήταν αρκετά τρομακτικό, για τις υπόλοιπες ήταν τρομακτικά ηλίθιο.

[σ.ς. Ακολουθώ την απλουστευμένη γραφή της λέξης με ένα λ]

Βλ. και για μαλάκες ψάχνεις;

  1. - Αντιλαμβάνομαι ότι κλείσατε πρώτη θέση, αλλά αν δείτε στα ψιλά γράμματα...
    - Αμάν! Για πε...
    - Αγοράσατε την οψιόν πρώτης θέσης, σε περίπτωση που υπήρχαν ακυρώσεις και...
    - Πίσω γορίλα! Καλά ναυτιλιακή έχετε ή κωλοχανείο εδώ πέρα; Τζάμπα τόσα ευρώ δηλαδή;
    - Λυπάμαι κύριε...
    - Στ' αρχίδια μου κύριε!

  2. - Όχι ρε πούστη, κι εδώ με βρήκε ο μπόγος;
    - Για χάρη σου κανόνισε και ήρθε στο πάρτυ, την εορτάζουσα ούτε που την ξέρει. Σήμερα θα σου την πέσει, στάνταρ.
    - Πίσω γορίλα! Μόνο πρόσεξέ με να μην πιω τεκίλες απόψε...

  3. - Η υπερβολική βοήθεια προς τον πολίτη δημιουργεί τεμπελιά και απάθεια...
    - Πίσω γορίλα, θα μας πεις ότι φταίει κι ο πολίτης για το χάλι του ΕΣΥ και του ΙΚΑ τώρα!
    Από εδώ (διασκευή).

έλα στον γορίλα! (από MXΣ, 18/12/09)Οι φεμινίστριες καλλιτέχνιδες Guerilla Girls (από Khan, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος.

  1. Μονάδα μέτρησης απόστασης. Σημαίνει:

α. Χιλιόμετρο. Μουράτη στρατοκαυλική λέξη, παρμένη από ταινίες δράσης (βλ. εδώ)
β. Βήμα. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πλήθους ορθίων ανθρώπων, π.χ. των παστωμένων φουκαράδων σε λεωφορείο ή αυτών που περιμένουν σε οποιαδήποτε ουρά για δουλειά ή διασκέδαση.
γ. Κώλος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις ανθρώπων καθήμενων σε σειρά, π.χ. κινηματογράφος, ταβέρνες, στάγιερ (βλ. κώλο μέσα, κώλο έξω). Αν και ο κώλος είναι μέγεθος ευρισκόμενο κανονικά μόνο σε ακέραιες μονάδες, το κλικ διακρίνεται και σε υποδιαιρέσεις.
δ. Οποιαδήποτε μη προσδιορίσιμη απόσταση στην οποία θέλουμε να προσδώσουμε εσάνς ακρίβειας (για την συλλογιστική της μπαχαλοακρίβειας βλ. μαρκούτσι).

  1. Μονάδα μέτρησης μάζας/όγκου. Χρησιμοποιείται κυρίως στην πειραματική (φοιτητική) μαγειρική (βλ. παράδειγμα).

  2. Μονάδα μέτρησης μη μετρήσιμης ιδιότητας, γενικώς και αορίστως. Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε ιδιότητα αντικειμένου ή προσώπου μας καυλώσει.

  3. Στην έκφραση κάνω κλικ.

Κλικάρω, πατώ ένα από τα κουμπάκια του ποντικιού του υπολογιστή (κυρίως του αριστερού). Τοιουτοτρόπως και κάνω διπλό κλικ, ήτοι διπλοκλικάρω, διπλοποντικιάζω.

  1. Στην έκφραση μου κάνει κλικ.

Ετυμολογία πιθανώς από τη συμπεριφορά μηχανών, απλών ή ηλεκτρικών όπου ο ήχος κλικ υποδηλώνει την πλήρωση ενός επαρκούς κριτηρίου για την ενεργοποίηση μιας φάσης λειτουργίας ή την ένδειξη για το ότι αυτή ολοκληρώθηκε. Βλ. (ή μάλλον άκουσε) τον ήχο που κάνει το καπάκι του ρεζερβουάρ ή μερικών μπουκαλιών όταν ασφαλίσουν, της ζώνης ασφαλείας όταν κουμπώσει, του φλας.

Μεταφορικώς σημαίνει το ανεπαίσθητο στους άλλους ερέθισμα που προκαλεί σημαντική αλλαγή της στάσης μας για ένα πρόσωπο (κυρίως) αλλά και για μια κατάσταση, για μια επιλογή, λ.χ. να αγοράσουμε κάτι, να δούμε μια ταινία, να επιλέξουμε ένα επάγγελμα. Είναι η πλήρωση μιας αδιευκρίνιστης κρίσιμης μάζας μέσα μας που οδηγεί την ψυχολογία μας σε μη γραμμικώς ανάλογα αποτελέσματα. Συχνά μάλιστα, όταν μας κάνει κάτι κλικ, μπαίνουμε και σε μοντ.

  1. α. - Τι γίνεται εδώ; Πατσίδη πού σκατά πάει την ίλη ο ίλαρχός σου;
    - Θα χτυπήσουν το 614 κύριε διοικητά!
    - Το ποιο;
    - Το ύψωμα 614! Τρία κλικ ΒΒΑ από εδώ!
    - Ποιος το διέταξε αυτό; Στρατοδικείο θα σας πάω ρε!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια γαμημένε, πουσταρά, γαμιόλη, αρχίδ...
    - Πατσίδης! Ξύπνα πουστόνεο, το γερμανικό σε περιμένει!
    - Όχι ρε θαλαμόσκυλο, πάνω στο καλύτερο...

β. - Ρε καρντάση, κάνε ένα κλλλικ προς τα μέσα να μπω κι εγώ.
- Από Σαλονίκη φιλαράκι;
- Ναι ρε αδερφέ. Τι να κάνεις, μέχρι να μας φτιάξουν δικό μας μετρό θα παίρνουμε το δικό σας, κατάλαβες;...

γ. - Μαράκι έλα κάτσε εδώ ρε συ, έχει θέση!
- Ουστ ρε σαλιάρη! Εδώ θα καθήσεις κούκλα μου, άστον αυτόν, θα σε κάνει βαβά... Λαός! Κάντε όλοι ένα κλικ δεξιά!
- Βασικά ένα γεια πέρασα να πω και θα φύγω...

δ. - Καλώς το νέο συγκάτοικο! Σχολή, ΑΤΜ, σούπερ-μάρκετ, γυράδικα, κρεπάδικα, ρεμπετάδικα, κωλάδικα, όλα σε μισό κλικ απόσταση είναι από το σπίτι. Σου λέω ανετίλα να πούμε.
- Σε τι απόσταση;
- Θα μάθεις μικρέ, θα μάθεις...

  1. - Φίλε πήρα κάτι μπριζολάκια για το βράδυ. Ξέρεις καμιά συνταγή;
    - Τι συνταγή ρε! Ρίξτα σε ένα ταψί με λίγο νερό, λάδι, αλάτι και ρίγανη και τέλος.
    - Λεμόνι να βάλω;
    - Εεεε, ξέρω κι εγώ; Βάλε και μισό κλικ λεμόνι, τζάμπα είναι.

  2. - Πώς σου φάνηκε η ταινία;
    - Καλή μωρέ, δε λέω, αλλά ένα κλικ ανιστόρητη...
    - Α, λες για τη σκηνή που ο Μέγας Αλέξανδρος βγαίνει από τον Δούρειο Ίππο και φοράει αλεξίσφαιρο;

  3. - Μωρουλίνι μου συγχαρητήρια! Πάει και ο δεύτερος ορισμός! Είσαι μέρος του τιμημένου εκλογικού σώματος του slang.gr!
    - Τι να κάνω τώρα;
    - Κάνε κλικ στο patsis... Ωραία... Κλικ στο «ορισμοί χρονολογικά»... Μπράβο... Τώρα πιάσε κάθε ορισμό και κάνε κλικ στο πέμπτο αστέρι... Επ, επ, περίμενε, στο πέμπτο αστέρι δεξιά! Μας κατέστρεψες ρε Δεσποινάκι, μα τι σκατά αράβικα διαβάζεις; Ανάποδα;
    - Δεν είμαι η Δέσποινα! Είμαι αντεργκράουντ σλανγκομούνα της αστυνομίας μπαγαποντοδοσίας. Έχεις το δικαίωμα να μην σλανγκίσεις, αν δεν έχεις ιστομάστορα θα διορίσει για λογαριασμό σου ο ρουμάνος...

  4. - Φίλε τι έχεις;
    - Τίποτα, τίποτα...
    - Μήπως είσαι ερωτευμένος κι οι ματιές σου είναι θολές;
    - Αααααχχχχχχ...
    - Για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου!
    - Από τότε που διάβασα τον ορισμό της κάτι έχω πάθει...
    - Μα αυτή είναι αρχοντομούνα αγόρι μου, εσύ καβουροσλανγκόσαυρος... Δεν κολλάει το πράμα!
    - Κάτι μου έκανε κλικ όμως ρε δικέ μου... Θα της στείλω πιμί!
    - Πρόσεχε! Αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι, να μου το θυμηθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυτέλεια απαράδεκτη για τις οικονομικές μας δυνατότητες, επιλογή που κινείται από ενδόμυχη απληστία, σπάταλη φιλαρέσκεια. Έκφραση που λέγεται από ανθρώπους για να κατακρίνουν συμπεριφορά των άλλων ή, αυτοκριτικά, και δική τους.

Η χρήση της κολόνιας είναι μεν θεμιτή και επιθυμητή, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ζωτικά απαραίτητη, ούτε ως βιοτική ανάγκη, ούτε καν για την προαγωγή του κοινωνικού μας στάτους, ιδίως για τον ανδρικό πληθυσμό. Όταν, άλλωστε, την «φοράμε», συνήθως δεν χρησιμοποιούμε πολλή ποσότητα για να μην έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν κάποιος φτάσει να ψεκάζει μ' αυτήν και τ' αρχίδια του, έχει περάσει στην υπερβολική και άσκοπη σπατάλη.

Βλ. και παροιμίες: «Εδώ ψωμί δεν έχουμε και ραπανάκια [για την όρεξη] γυρεύουμε» και «χίλια καντάρια βούτυρο σε σκύλινο τομάρι».

- Πότε βγαίνεις στην σύνταξη μάστορα;
- Άλλα τρία χρόνια.
- Τόσο πολύ; Εσύ κάτι έλεγες να βγεις πέρυσι.
- Και πρόπερσι μπορούσα να βγω, άσ' τα. Μ' έφαγε η κυρά ν' ανεβώ κλιμάκιο στο ταμείο. Όλο κι όλο μη νομίζεις, εκατόν πενήντα ευρώ παραπάνω το μήνα. Τώρα θα ήμουν αραχτός στο κτήμα... Εμ, κολόνια για τ' αρχίδια μας θέλαμε, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «στραβώνω στόμα».

Αναφέρεται σε οπαδούς και σημαίνει παίρνω ύφος δήθεν μάγκα, στραβώνω το στόμα και μιλάω με τόνο επιθετικό και ξερολίστικο.

Έστω κι αν έχεις ήχο αλλά δεν έχεις εικόνα από τον ομιλούντα, καταλαβαίνεις το εφέ από το χρώμα της φωνής του αλλά και από το εκνευριστικά περιορισμένο λεξιλόγιο και το κολλημένο «ιδεολογικό» περιεχόμενο των «απόψεών» του.

Η πρακτική αυτή θεωρείται, ακόμα και από τους μυημένους (παρουσιαστές μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών για μπάλα), ενοχλητική, κυρίως γιατί είναι προμήνυμα ακατάσχετης ψευτοτσαμπουκαλίδικης παπαρολογίας του ομιλούντος.

Κάνει θραύση στη Θεσσαλονίκη.

- Πες μου εσύ ρε καράφλα, γιατί τον έβαλε στο τελευταίο τρίλεπτο; Τα σημαιάκια μπήκε να μαζέψει; Μαλάκα, αρειανέ μας κάνεις και τον αντικειμενικό, μωρή λούγκρα!
- Φιλαράκι, το αν είμαι λούγκρα το ξέρει η μανούλα σου, πήρες τα τρία στο Χαριλάου, θες και τα δικά μου τα τρία; Κόψ' τον τον κομπλεξικό το μπαόκι! Επόμενη γραμμή!
- Τα μυαλά μας πονάνε ρε σκατόφατσα, τι με λες τώρα; Εγώ δε θα σε βρίσω θα σε πω δυο κουβέντες να μάθεις μπάλα...
- Άσ' το μεγάλε, μη στραβοστομιάζεις τζάμπα, σε κατάλαβα ποιος είσαι, ακόμα καφέδες μοιράζεις στην τέσσερα, κόψ' τον, θα μας το παίξει και οργανωμένος!
- Άντε ρε μαλάκα, αρχίδ... [τουτ-τουτ-τουτ]

...και ο πλατωνικός διάλογος συνεχίζεται σ' αυτό το στυλ ως το ξημέρωμα...

Στο 0:40! (από patsis, 23/05/09)(από juve90, 04/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέτας.

- Δεν οδηγούσα εκείνη τη στιγμή ρε συ, ήμουνα παρκαρισμένος και έβαζα τα εργαλεία στο πορτ-μπαγκάζ.
- Και απ' όλον τον κόσμο εσένα διάλεξε για εξακρίβωση;
- Αυτός μάλλον είδε απ' τα σακβουαγιάζ να εξέχουν σωλήνες και λοστάρια, είδε που δεν είχα τσίγκο στ' αμάξι, σου λέει τι είναι αυτός. Μετά έμαθα ότι από πάνω είχε το πολιτικό γραφείο ένας υπουργός, έδεσε το γλυκό, τρομοκράτης ο κύριος!

Got a better definition? Add it!

Published