Η μικρή τρίχα. Χρησιμοποιείται βασικά εμπρόθετο στην τσίλια και σημαίνει παρατρίχα ή στην τρίχα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Αντώνυμο: γουρουνότριχα

Από το ιταλικό ciglia (τσίλjα=βλέφαρο)

  1. Πέρασε στην τσίλια: Μεταξύ εκείνου που πέρασε και του εμποδίου άντε να χωράει μιά τριχούλα.

  2. Τη γλύταρε στην τσίλια: παρατρίχα τη γλύτωσε.

Δες και τσίλικος αλλά και τσίλιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα του αυτοκινήτου που εισήχθη αρχικά ως αξεσουάρ πολυτελείας και από το '40 και μετά αποτελεί τμήμα του βασικού εξοπλισμού. Μέχρι το '70 τις υπηρεσίες του γυαλοκαθαριστήρα απολάμβανε μόνο το παρμπρίζ αλλά μετά επεκτάθη η χρήση του και στο πίσω τζάμι, στους προβολείς καθώς και στα γυαλιά του Ελτον Τζον.

Διάφορες προσπάθειες έγιναν για αντικατάσταση του κλασικού μηχανισμού από εξελιγμένα συστήματα (υπερήχους, αεροπίδακες κ.α.) αλλά απέτυχαν γιατί δεν μπορούν αυτά τα νεωτερίστικα συστήματα να αποθαρρύνουν τον Πακιστανό στο φανάρι, να μας πλύνει το τζάμι με το ζόρι. Αντιθέτως ο παραδοσιακός μηχανισμός, άπαξ ενεργοποιηθεί καταλλήλως μπροστά του, τον κάνει να νιώθει παντελώς άχρηστος και πεμπτοκοσμικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμα ανωτερότητος, οδηγώντας τον μετανάστη στην οριστική απόσυρση από τον επιβουλευόμενο στόχο.

Μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, γυαλοκαθαριστήρας λέγεται αυτός που αλλάζει συνεχώς θέση και άποψη με μιά φυσικότητα στην κίνηση, που θα ζήλευε μέχρι και το Μαράκι το Δαμανάκι.

- Ρε, θα μας τρελλάνει ο Μάνος; Αυτός δεν είχε πρωτοεισάγει το νόμο που χάριζε το 2% του τζίρου στους εκδότες; Τώρα βγαίνει και κάνει δήθεν αγώνα για την κατάργησή του;
- Μιλάμε και για γαμώ τους γυαλοκαθαριστήρες το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυνατή ερωτική ταινία, με εξτρέμ καταστάσεις. Πορνοφωτογραφία.

Από τα τρία Χ (ΧΧΧ) που χρησιμοποιούνται για την σήμανση των ταινιών του είδους.

Να σημειωθεί ότι η πραγματική σήμανση από την Motion Picture Association of America's είναι «Rated-X» αλλά οι τσοντοεταιρίες για διαφημιστικούς λόγους το κάναν «ΧΧΧ» για να ξεχωρίσουν την πραμάτεια τους από τις υπόλοιπες ταινίες «Χ», πχ αυτές που χαρακτηρίζονται έτσι λόγω παρουσίασης βίαιων σκηνών.

Τι μπουρδέλο έχει γίνει το ίντερνετ! Ήμουν χτες με τα παιδιά στο πισί και ξαφνικά ποπάρησε μιά τριχιά φάτσα κάρτα και δεν ήξερα από πού να την κλείσω.

(από baznr, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΑΤΜ που έχει ενσωματωμένο, μεταξύ αφαλού και γονάτου, κάθε ανθρωπίνα.

– Ρε Λίτσα τι αφραγκιά είναι αυτή! Μας βλέπω φέτος και τις δύο να μαυρίζουμε στο μπαλκόνι.
– Εγώ Πόπη μου προτιμώ να ανοίξω το τριχωτό πορτοφόλι παρά να κάτσω να λιώσω στα τσιμέντα.

απ΄το μουνί της τό \'βγαλε το κέρμα; (από jesus, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγκάστηκα να διπλωθώ, να σκύψω πολύ για να χωρέσω κάπου.

Τσάκισα στα δύο για να προστατευτώ.

Τι κωλάμαξο είναι αυτό; Για να κάτσεις πίσω, αν δεν είσαι σαν τον Κούγια, πρέπει να γίνεις σαν οκτώ παρά εικοσπέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι σίγουρος για κάτι.

  2. Ο υπερθετικός του «βάζω το χέρι μου στη φωτιά».

  3. Με το «δεν» μπροστά, δεν κόβω και τη πούτσα μου..., εκδηλώνει αμφιβολία έως και σοβαρή επιφύλαξη.

  4. Με το «καλύτερα», καλύτερα να την κόψω (τη πούτσα μου) εκδηλώνει ολική άρνηση και αντίδραση συμμετοχής.

  1. Κόβω τη μπούτσα μου ότι ο μαλάκας ο Σάκης μας έστησε γιατί δεν του κάθεται το τζελ στο μαλλί.

  2. - Ρε συ πολύ χύμα δεν την έχεις την Σούλα; Μη σου μπάσει νερά.
    - Μπα! Κόβω τη μπούτσα μου! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση σου λέω.

  3. - Με Κονσεϊσάο και Μπίσκαν θα πάρουμε το πρωτάθλημα από Φλεβάρη.
    - Καλά, μην κόβεις και τη μπούτσα σου. Ο Ρόκκο καθαρίζει «αλλιώς».

  4. - Ρε μαλάκα κοίτα τζιπούκλα που ξηγιέται το κήτος! Πάμε να της την πέσουμε; Μόνη της είναι.
    - Τρελάθης ρε; Καλύτερα να τον κόψω παρά να της τον ακουμπήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσαντάκι είναι σεξουαλική στάση με μεγάλο φετιχιστικό περιεχόμενο, όπου η γυναίκα παίρνει το σε στύση ανδρικό μόριο παραμάσχαλα.

Στην συνήθη μορφή του, ο άνδρας συνουσιάζεται με την μασχάλη της καθιστής γυναίκας στεκόμενος όρθιος πίσω της έτσι ώστε η βάλανος του πέους να εμφανίζεται εκ περιτροπής μπροστά, δίπλα στο στήθος της. Η γυναίκα με το άλλο χέρι σφίγγει το μπράτσο προς το σώμα της, για να επιτυγχάνεται καλύτερη επαφή.

Η ολοκλήρωση δίνει ένα εξαιρετικό, από εικαστικής πλευράς, αποτέλεσμα, με το σπέρμα να εκτοξεύεται από το εσωτερικό της μασχάλης.

Το τσαντάκι εφαρμόζεται, βασικά, για δύο λόγους:

1) Γυναικεία επιβολή στο ερωτικό παιχνίδι, με σκοπό την ταπείνωση-εξευτελισμό του αρσενικού.
2) Σαν εναλλακτική λύση (το ελάχιστο, δηλαδή, της οποιασδήποτε άλλης) σεξουαλικής επαφής, καθότι το τσαντάκι είναι πιο πετυχημένο αν το κάνουν τροφαντές και πατσουρεμένες γυναίκες, μιας και αυτές έχουν πιο αφράτο και μαλακό δέρμα.

Προέρχεται από την (παλιότερη) συνήθεια να κουβαλούν οι εύπορες γυναίκες κάτι μικρά τσαντάκια σαν πορτοφόλια, βάζοντάς τα λίγο πιο κάτω από την μασχάλη τους.

Συνώνυμα: παραμάσχαλο, μασχαλάτο, τσιμπουκομάσχαλο

- Πόσο πάει;
- Για σένα πούσαι γλυκούλης, ένα πενηντάρι.
- Έχω 17 ευρώ, όλα κι όλα.
- Στεγνός είσαι... ούτε τσαντάκι δεν σε παίρνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της πολιτικο-οικονομικής πανίδας τρωκτικών που μετατρέπουν τους φόρους - που ο κάθε μαλάκας Έλληνας πλερώνει σαν μαλάκας (ο μαλάκας) εμμέσως ή αμέσως - σε βίλες, κωλομαζώματα και μασαμπούκες.

Της ίδιας συνομοταξίας με τους βατοπεδινούς, τους ντιβιντιάρηδες, τους αγονογραμμήτες, τους τοξικομολόγους, τους γερμανούς, τους φουσκαδόρους κ.α.

Το συγκεκριμένο είδος, ο ζημενάκιας, αναλάμβανε την επιστροφή μέρους της πληρωμής για δήθεν αγορές υπηρεσιών και υλικών από την γερμανική εταιρία ηλεκτρονικών Siemens, στους πολιτικούς αβανταδόρους της εν λόγω εταιρίας.

Ο Χρήστος Καραβέλας, γνωστός και με το ψευδώνυμο «ο ζημενάκιας», ήταν ήδη δακτυλοδεικτούμενος στο μικρόκοσμο της Αντιπάρου, όπου αγόρασε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι πολυτελείς κατοικίες. Τελικά, το στέλεχος της γερμανικής εταιρίας χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ρέστα του για την Ουρουγουάη. Τα μεγάλα ποσά τα επένδυε σε real estate στις Κυκλάδες και… την Αράχωβα.
zougla.gr

ζημενάκηδες και μητσοτάκηδες (από baznr, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified