(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και ΧουΨουΑ (ΧΨΑ). Αναφέρεται όταν η σύντομη ή επιτυχής διεκπεραίωση μία υπόθεσης είναι κάτι απίθανο.

- Έκανα αίτηση στο δημόσιο.
- Στο δημόσιο; Καλά... Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε!

Αυτά είναι... (από Galadriel, 21/07/09)(από ironick, 28/07/09)

Άλλη έκδοση: Χέζε ψηλα κι αγναντευε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.

- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.

(από Khan, 19/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ωραίο, το super, το ολοκληρωμένο (από το κομπλέ - complet).

-Κάτσαμε στην παραλία όλη μέρα και περάσαμε κόμπλα!

Got a better definition? Add it!

Published