Ερώτηση στην οποία δεν υπάρχει απάντηση, τουλάχιστον όχι κυριολεκτική απάντηση γιατί οι μαλάκες προφανώς δεν διακρίνονται ανάλογα με το χρώμα τους. Γι' αυτό, όμως, και η ερώτηση έχει νόημα. Δείχνει ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας στον οποίο απευθύνεται η ερώτηση είναι τόσο μεγάλος μαλάκας που όχι μόνο έχει ξεφύγει από την κλίμακα που μετράει τη μαλακία αλλά δεν χωράει πια και στην κατηγορία γενικότερα.

– Καλά ρε, τι χρώμα μαλάκας εισ' εσύ; Πήγες και είπες στη μάνα της ότι η Δήμητρα πάει μετά τη δουλειά και κάνει βάρδιες σε φραπενεία;
– Ε, τι να κάνω ρε... Η μάνα της την είδε ξαφνικά με λεφτά και νόμιζε ότι έκλεβε από το γραφείο.

Δες ακόμη τι μάρκα μαλάκας είσαι; και είσαι μαλάκας ή γιωτάς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βγάζω τις ψείρες. Το κάνουν πολύ οι πίθηκοι.

  2. Δίνω υπερβολική σημασία στις λεπτομέρειες, ψιλολογώ. Το κουράζω το πράγμα. Λέγεται και ψειρίζω τη μαϊμού. Είναι συνώνυμο με το ξεψειρίζω.

  3. Κλέβω. Παίρνω κάτι χωρίς να με πάρουνε καθόλου χαμπάρι, πολύ μουλωχτά. Δεν είναι το κλέβω με την έννοια της ένοπλης ληστείας, δεν μπορείς, δηλαδή να ψειρίσεις μια τράπεζα. Ούτε είναι το κλέβω με την έννοια της διάρρηξης, δεν μπορείς π.χ. να ψειρίσεις ένα χρηματοκιβώτιο. Ψειρίζει όμως ο πορτοφολάς και γενικά κάθε ελαφροχέρης.

  1. Δουλειά που θα ήθελες να κάνεις: Μα δεν είπαμε; Να ψειρίζω τίγρεις. Τώρα θα μου πείτε άλλο χόμπι, άλλο δουλειά. Όπως λέμε άλλο εξάσκηση και άλλο άσκηση επαγγέλματος. Ναι αλλά για σκεφτείτε να στηθώ στη πλατεία συντάγματος και ψειρίζω τίγρεις, τι λεφτά θα μαζέψω μόλις βγάλω ντενεκεδάκι! Λινκ

  2. Τις ψειρίζει πολύ τις εργασίες και πάντοτε φοβάμαι ότι θα αργήσει να τις παραδώσει.

  3. -Θυμάσαι μια φήμη που είχε βγει πριν μερικά χρόνια όταν είχε πάει ο Μπους στην Αλβανία ότι εκεί που έκανε χειραψίες μέσα στο πλήθος κάποιος του ψείρισε το ρολόι;
    -Σιγά να μην του το ψείρισαν, θα κόπηκε το λουράκι και θα του έπεσε κάτω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλώντας κυριολεκτικά, μια βάρκα μπορεί να μπάζει νερά αν έχει τρύπα. Ένα σπίτι μπορεί επίσης να μπάζει νερά από την οροφή ή να μπάζει αέρα από τις χαραμάδες.

Όταν μιλάμε μεταφορικά, πολλές φορές η λέξη νερά ή η λέξη αέρα παραλείπονται και λέμε απλώς μπάζει. Εννοούμε ότι κάτι - ένα επιχείρημα π.χ. - έχει πρόβλημα και είναι ύποπτο. Όταν είναι διάτρητο και πολύ προβληματικό μπορούμε να πούμε ότι μπάζει απ' όλες τις μπάντες.

Όταν λέμε ότι κάποιος μπάζει είναι συνώνυμο με το χάνει το άτομο.

  1. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, μπάζει από παντού. Ένας από τους δυο τους λέει ψέματα. Ή μπορεί και οι δυο.

  2. - Δεν πάει καλά ο δικός σου, μπάζει. Προχτές προσπαθούσε να με πείσει ότι οι Ελοχίμ μας έχουν εγκαταλείψει.
    - Και εσύ τι του είπες; - Του είπα να δει το τελευταίο βίντεο της Mataare.
    - Έ, εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έφαγα σφόλι είναι συνώνυμο με το έφαγα ήττα, έφαγα πακέτο, έφαγα πίκρα.

-Όλη η Ελλάδα έχει φάει χοντρό σφόλι στο χρηματιστήριο.
-Έ, όχι και όλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον άλογο σημαίνει τον κάνω να τρέχει σαν να ήταν άλογο. Να τρέχει και να μη φτάνει κιόλας.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί τον ταράζω στη δουλειά. Στην περίπτωση αυτή το «κάνω άλογο» σημαίνει κάνω καψόνι και τον εξαντλώ. Ή μπορεί να συμβαίνει γιατί τον εκνευρίζω και δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος. Σε αυτή την περίπτωση το «κάνω άλογο» σημαίνει τρελαίνω, του σπάω τα νεύρα.

  1. Ο καινούργιος ο διευθυντής μας έχει κάνει άλογα. Τρίτο σάββατο στη σειρά μας κουβαλάει στο γραφείο.

  2. Καλά, η Ρίτσα κουρντίζεται πάρα πολύ εύκολα. Της έλεγε ο Βασίλης για τον Καρατζαφέρη και τι καλός που είναι και την έκανε άλογο. Σχεδόν χλιμίντριζε από τα νεύρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified