(Παροιμία) : Όπου ο χρόνος που δαπανήθηκε στο μπίρι-μπίρι (για ψηστήρι) είναι αντιστρόφως ανάλογος της ποιότητας του αποτελέσματος.

Όπου πρέπει ο κυνηγός να πιει μια Βραζιλία καφέδες, να γνωρίζει όλη τη δισκογραφία ώστε ν' απαντήσει σε κάθε θέμα (βλ. «τί μουσική ακούς;»), να τρώει αναπάντητες στη μάπα και πολλά άλλα μέχρι να ανακράξει «Η Πόλις εάλω»!

Κοινώς, αν σου βγάλει την Παναγία η ημιπαρθένος, μην περιμένεις πολλά επί κλίνης ...

-Τί έγινε ρε Φώντα, την έριξες τη γκόμενα;
-Ντάξει, μου' κατσε τελικά, αλλά τώρα είμαι να την κάνω μ' ελαφρά.
-Κρίμα τον κόπο σου. Εσύ ρε την κυνηγούσες πέντε μήνες και να καφέ απο' δω και να σινεμά απο' κει και ρομάτζες και τηλεφωνάκια και σούξου μούξου...
-Άνθρακες ο θησαυρός φίλε. Εμ, τί περίμενες ; Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι...

παρακαλετο μουνι (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινή χώρα όπου ταξιδεύουν οι πρεζάκηδες.

- Έλα Χρήστο, μ' ακούς; Έλα, ο Κώστας είμαι.
- Μμμμμ.... έλα ρε συ ... μμμμ ... Τί γίνεται ; Μαράκι εσύ ;
- Έλα ρε μαλάκα σύνελθε και παίρνω από κινητό! Θα πληρώνω υπεραστικά στο νταγκλαντες με τις μαλακίες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω την κορόιδα. Προσποιούμαι άγνοια, έχων λερωμένη την φωλεάν μου. Βλ. Παπαγιαννόπουλος και Τζανετάκος ανακρινόμενοι στον «Ηλία του 16ου».

Συνώνυμα: Αθώα περιστερά, ποιούμαι την νήσσαν, εγώ περί τον φόνον τίποτις κτλ

Μαγκώσανε οι τσιμπά το Μανώλη περί απαλλοτρίωση, αλλά αυτός έπεσε να κάνει τη μπάμια τη γιαχνιστή. Ξέρεις, «κάποιο λάθος κάνετε» και τα τέτοια. Τον περάσανε κι από τεστ κοπώσεως για τα πού κατοικείς, αλλά δεν έβγαλε ιτς τσιμουδιά. Είχε καβατζώσει βλέπεις τον πεθαμένο σε ακουμπιτζή και θα' χανε τις ρέφες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραμπουζουκλής, μαγκίτης κι αλανιάρης, ωραίος τύπος, γλεντζές.

Βλ. προσφώνηση Σπεράντζας Βρανά προς Χατζηχρήστο στο γκιζ-ντάνι (ταινία «Σκληρός Άνδρας»).

Να μου ζήσεις τσικ-λεβέντη μου με τις όμορφες τις βόλτες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλητική / εριστική τριβή του προτεταμένου μέσου δακτύλου (λυγισμένου) του χεριού με κλειστή την γροθιά, πάνω σε κεφάλι ατυχούς μαθητή από συμμαθητή του, συνήθως κατόπιν κεφαλοκλειδώματος.

Αγγλιστί : Dutch rub.
Αγνώστου ετύμου.

Δάσκαλος:
- Γιώργο, γιατί χτύπησες το Μιχάλη ;
Μαθητής:
- Μου' κανε τσικιτρόνι κύριε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ρατσιστικό) Μαύρος που πουλάει σι-ντί.

Βλ. και παλιό γηπεδικό chant: «Μπαμπακίτα, πόσο κάνει / το σι-ντι του Χατζηγιάννη;» (τραγουδιέται κατά το: Βρέ Μπιν Λάντεν τι να κάνω κτλ).

Συνώνυμα: σκούρος, μπλάκμαν κλπ.

(αληθινή στιχομυθία Μοναστηράκι Μάιος 2009):

Μπλάκμαν: Σι-ντι μπράδα ...
Γκαρσόνι: Φύγε ρε ντρογκμπά να πούμε, δε στο ξανάπα ;

Δες και σιντάκιας, φοσμπά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία): Δηλ. αυτοί που επιζητούν συνεχώς τη δημοσιότητα, συνήθως έχουνε κάποιο κουσούρι. Κάτι δεν πάει καλά.

Εν προκειμένω, πάνε δίπλα στο σαματά, ο ένας επειδή δεν ακούει κι άλλος για να μην ακούγεται.

Βλ. μαϊντανός, Τσίπρας, Αβραμόπουλος, Άννα Διαμαντοπούλου, Θώδη, αφες Μαγγίρα κτλ.

Να μην συγχέεται με το «Μπροστά απ' τα νταούλια, όλοι ξέρουνε και κλάνουνε», διότι σημαίνει τον θρασύδειλο άνθρωπο, που ξετσουμίζει μόνον όταν έχει εξασφαλίσει υποστήριξη.

Παρόμοιο: Ο αδειανός ντενεκές κάνει θόρυβο.

Αγγλιστί: the empty can rattles the most.

- Ρε συ, τι έχει γίνει με τον Πρέκα; Κάθε φορά που ανοίγω την τηλεόραση είναι παντού...
- Δεν καταλαβαίνεις; Ο κουφός κι ο κλανιάρης δίπλα στα νταούλια πάνε! Είδες κάνα σοβαρό άτομο να βγαίνει να μιλήσει όπου τον φωνάζουνε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκραφίτο στα Εξάρχεια. Χιουμοριστικό αποτρεπτικό της χρήσης βίας (!)

-Πλακώσανε πάλι οι τσιμπά με πολιτικά στην πλατεία και κάνουν εξακριβώσεις. Άμα κατεβούνε όμως οι μανιάουροι και τους φορτώσουνε, τους πάει ζουμί ...
-Φίλε, η βία δεν είναι λύση. Η Λία όμως, είναι Βίσση !
-Τί μαλάκας είσαι ...

(από GATZMAN, 27/06/09)(από patsis, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ηχομιμητικό) Η αιφνίδιος κατάληψις υπό ακατασχέτου διάρροιας.

Προέρχεται ως προς τον ήχον, από το χαρακτηριστικό φύσημα (φφφφρρρρρρρτττττττ) που κάνει η σερπαντίνα κατά τας εορτάς της Απόκρεω, κατ' αναλογίαν προς τον ήχον της ασχηματίστως εκτοξευομένης κενώσεως.

Ως δε προς την εικόνα, παραλληλίζεται το ταχύτατο ξετύλιγμα της σερπαντίνας με αυτό του κωλαντέρου του ατυχούς χέστου.

Συνώνυμα: τσίρλα, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κλάνω φακές, με πήγε μίλκο, έχω ασχηματίστους κενώσεις (!)

-Ρε Μάκη, έχει χαρτί στην τουαλέτα;
-Ναι, γιατί; -Ρε γαμώτο, έφαγα ένα παγωτό το πρωί και με χάλασε. Μ' έχει πάει σερπαντίνα όλη μέρα. Προλαβαίνω και δεν προλαβαίνωωωωωωωωωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified