Τα βαφτίσια στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και στάμπα, δηλαδή σφράγισμα.

- Δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο.
- Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα στα καλιαρντά.

«Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη από το ερωτικότερο τρεμόζουμο.» (Δήλωση Ηλία Πετρόπουλου δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.

Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα

Πάσα (Δ.Π.): Vikar

  1. Γάμα τα φίλε γάμα τα, με κεφαλαία γράμματα, τελειώσανε τα θαύματα, από δικά μας σφάλματα. Τα λεφτά τα φάγανε, τα λεφτά τα πήρανε, κι όσοι μας χρωστάγανε ήρθαν και μας δείρανε. (Στίχοι εδώ).

2. Όλοι Γάμα τα στη χώρα της μπανανίας και των πλυντηρίων.

Got a better definition? Add it!

Published

Κλέβω ένα λάχανο, δηλαδή ένα πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα. Κλασική παλιά αργκό των κλεφτών που έχει διασωθεί και σε παλιά λαϊκά τραγούδια και ρεμπέτικα. Βλ. και λαχανάς

Πάσα (Δ.Π.): ironick

εδω εισαι πορτοφολα;; να τον προσεχετε,ειναι πονηρος.σου λεει<<κοιτα εκει>> και στην ζουλα σου βουτα την πορτοφολα..
πηγε να το κανει και σε εμενα το κολπο,αλλα με την χαρα εμεινε..το πορτοφολι που λαχανεψε ειχε μονο κατι μετοχες ΟΤΕ,που μολις τις ειδε τις πεταξε με περιφρονηση... (Δες)

(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Συμπληρωματικά προς τον ορισμό του Pigman (από πάσα του ΜΧΣ στο Δ.Π.), σημαίνει συχνά ότι φτάνω στο άκρον άωτον της καμενιάςκαμμενιάς), ότι το έχω κάψει εντελώς τελείως, ότι κάτι που μπορεί και να άρχισε ωραία και κουλ στο τέλος το γάμησα και ψόφησε, σε στυλ αρκετά αυτιστικό, όπως άλλωστε είναι και τα γκέιμζ με τις πίστες από όπου προέρχεται η έκφραση. Λέγεται και για ακραίες εξτραβαγκάντσες, και γενικά, όπως γράφει ο Pigman, για οποιαδήποτε υπερβολή μαλακίας ή άλλη υπερβολή. Συνήθως το τερματίζω.

1. Η Lady Gaga και τα κοστούμια: Αυτή τη φορά το τερμάτισε... Κάθε φορά η Lady Gaga προσπαθεί να ξεπερνάει τον εαυτό της με τις εκκεντρικές εμφανίσεις της, και αυτή τη φορά φαίνεται πως τα κατάφερε. Το high-tech κοστούμι που επέλεξε για να παρουσιαστεί στο πάρτι για το νέο της άλμπουμ ήταν ιπτάμενο! Λειτουργούσε με μπαταρίες, έμοιαζε με στολή αστροναύτη και είχε και όνομα: Volantis!

2. Το τερμάτισε το λαμόγιο : Δεν ήταν μίζα αλλά δωρεά!

3. Το ΦΕΚ της χρονιάς από το υπουργείο υγείας! Ο Άδωνις το τερμάτισε....

4. Ούτε σεμνά, ούτε ταπεινά, ούτε ηθικά, ούτε νόμιμα. Το τερμάτισε ο Μισέλ #free_liapis

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που γυρίζει, είτε επειδή είναι μπερμπάντης (απόφοιτος της Μπερμπαντείου, - σε καλό μας) και θέλει να πετάει από κανάρα σε κανάρα, είτε επειδή είναι βολταίρος και γυρίζει τα βράδια ως νυχτοπερπατητής, είτε επειδή είναι μαϊντανός των Μ.Μ.Ε. ή κωλοτούμπας πολιτικός που αλλάζει πολιτικούς χώρους, είτε γενικά τουρίστας με κάθε σημασία του όρου. Σύμφωνα με τον πασαδόρο perketis, το χρησιμοποίησε και ο Λευτέρης Ελευθερίου.

1. Και για ποιο λόγο, αλήθεια, όλοι αυτοί οι γυρουλάδες του πολιτικού φάσματος όπως ο Νίκος Μπίστης «πασχίζουν» διαρκώς να βρουν νέους τρόπους… πολιτικής έκφρασης; Και τι ζητούν όλοι αυτοί οι… λογοτέχνες, «διανοητές», μουσικοί και άλλοι στα σαλόνια και τα γραφεία ισόβιων υπουργών και πολιτευτών; Και γιατί οι παραιτημένοι και αποτυχημένοι πρώην πρωθυπουργοί επιστρέφουν διαρκώς κρυμμένοι πίσω από κινήσεις και πρωτοβουλίες αχυρανθρώπων τους;

2. Και ναι οι περισσότεροι που βγαίνουν εκεί πιστεύω προσωπικά πως είναι αδειούχοι ραδιοερασιτέχνες και όχι απλά γυρουλάδες του ebay των στρατιωτικών παλιατζήδικων όπως φαίνεται και από τις συζητήσεις τους στον αέρα αλλά και από το τι συζητάνε στα forum που είναι σχετικά στο νετ.

  1. - Δεν τον βλέπω να παντρεύεται. Μια ζωή γυρουλάς και μπερμπάντης ήτανε, σιγά μην τον σοβαρέψει η Λίτσα.

Ύμνος των γυρουλάδων (από Khan, 15/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του hipster και του γαμοσλανγκοτέτοιου β΄ συστατικού -ιαση, που δηλώνει φανταστικές σλανγκικές παθήσεις, συνήθως υπερβολές, είναι η αρρώστια του να είσαι χιπστεράς ή χιπστέρι.

Συνώνυμο είναι η χιπστερία ή χιπυστερία, η οποία όμως περισσότερο δηλώνει μια υστερική αγωνία μήπως και δεν είσαι αρκετά χίπστερ, τρέντι αλτέρνατιβ, μήπως έχεις χάσει το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα κ.ο.κ., ενώ η χιπστερίαση σημαίνει απλά ότι το έχεις τερματίσει.

1. «Ο Dreamer, αυτός ο 20χρονος τύπος που έγινε γνωστός απ’ τις πειραγμένες στο photoshop φωτογραφίες των προγόνων του», «μου λέει για το σπίτι του στα Σπάτα, απ’ όπου περνάνε τα αεροπλάνα σε απόσταση αναπνοής κι αυτός κάθεται και παρατηρεί τις επιγραφές που έχουν κολλημένες στο κάτω μέρος ». «Ο Dreamer έκανε τον θείο Κούλη μπλουζάκι», «ονειρευόταν ότι θα γινόταν ο νέος Ταραντίνο, παρόλο που το κόλλημά του ήταν (και είναι) τα γιαπωνέζικα manga και anime». Κινητό στερεότυπο ο τύπος. Η χιπστερίαση είναι χειρότερη και από την ψωρίαση τελικά.

2. status....lifo....μονικα....χιπστεριαση...οξια...τσαγκαρουσιανος...
παρακμη...παω να γινω cool..

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τον μουσουλμάνο, που συνήθως χρησιμοποιείται σε ακροδεξιά ισλαμοφοβική συνάφεια.

1. Είδανε βυζιά τα μουσλίμια και σκιάχτηκαν … και χάθηκαν … να πάνε να μινάρουν! Τα χαλάνε τα μουσλίμια βλέπεις τα βυζιά!

2. ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΑ ΜΟΥΣΛΙΜΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΑΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ......

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός προσώπου. Κάποιος που φανταζόμαστε ότι φοράει γραβάτα με σφιχτό κόμπο, οπότε είναι ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Φλώρος που δεν είναι ψημένος στην ζωή, τρυφερόκωλος. Γιατί με την γραβάτα σφιχτά δεμένη δεν είσαι μαχίμι, είσαι άκαπνος, για να είσαι μαχίμι απαιτείται άλλου είδους ένδυση, όπως και για να κάνεις ρεπορτάζ.

- Κάποιος που πάει by the book, που δεν είναι παιδί της πιάτσας, δεν είναι στο κουρμπέτι, οπότε τον πιάνουν κότσο.

- Ο ατσαλάκωτος, αυτός που δεν εκτίθεται, που δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος, που κρύβεται πίσω από μια άψογη επίσημη εμφάνιση.

- Εκπρόσωπος της κρατικής γραφειοκρατίας που κρατάει από τον καιρό των ψαλιδοκώληδων ταλανίζοντας τους λοιπούς Έλληνες, ή ειδικά κάποιο στέλεχος κώματος, που ζει στην κοσμάρα του εκφραζόμενη με ξύλινη γλώσσα και ωσεκτουτού δεν μπορεί να αφουγκραστεί τα προβλήματα του λαού και της κενωνίας. Ή κάποιος τηλεντελάλης χατζηγραβάτας του συστήματος που διαπρέπει στα παραθύρια όντας μάχιμος μόνο σε παραθυρομαχίες. Σε όλες τις περιπτώσεις λαμόγιο που έχει καβατζωθεί εις βάρος του συνόλου.

Και ταλιμπάν.

1. Και σου βγαίνει ο γραβατάκιας από το ΥΠΕΚΑ και σου λέει, κύριοι μην καίτε τα τζάκια και τις ξυλόσομπες αν δεν είναι ανάγκη. Ρε μπαγλαμά, δεν το κάνουν από γούστο. Δεν είναι στο σαλέ τους, γυμνοί στη φλοκάτη με ένα μπουκάλι κρασί. Τουρτουρίζουν μέσα στο σπίτι και πρέπει να ζεστάνουν τα παιδιά τους.

2. Γιατί ένας γραβατάκιας του Γραφείου Τύπου, κοιμάται όλη μέρα. Αυτός είναι ο κύριος «Τίποτα»......

3. Ντροπή! Έπρεπε να γίνεις γραβατάκιας, να μπεις στο δημόσιο, να εξασφαλιστείς με παχυλούς μισθούς και εφάπαξ. Να εξασφαλιστείς.

4. Υπ'οψιν για να μην παρεξηγουμαι παιδια,δεν ειμαι ο γραβατακιας που παει το αμαξι στο εξουσιοδοτημενο σερβις και τον γδερνουν,ειμαι απο μικρο παιδι επανω στα αυτοκινητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω στα καλιαρντά και προέρχεται από το hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί (βλ. μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά).

Αβέλω χαρχάλω Βουέλω να χάλω
Κακνά της κακνής δικελτά Αβέλω μπαλόμπα Και νάκα η μπόμπα
Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Βλ. άζμα στο μήδι)

Μετάφραση: Με έπιασε πείνα, και θέλω να φάω, αβγά μάτια τηγανιτά. Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι.

Στο 1.30 (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published