Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ηλικιωμένος που έχει το θράσος και ερωτεύεται (δεν ντρεπόμαστε λέω 'γω;). Κανονικά βέβαια θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και στους γέροντες το δικαίωμα στην καψούρα, αλλά η κενωνία που ζούμε είναι κακεντρεχής και η αργκό είναι έτοιμη να καυτηριάσει με λεξιπλασίες όσους ηλικιωμένους τολμήσουν να αναπτύξουν μια θεωρούμενη ως νεανική συμπεριφορά (βλ. γεροντομπεμπέκα, γεροντοκαψούρα, γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο).

Εξάλλου, ο όρος συχνά κράζει όσους γέροντες χρησιμοποιούν χρήμα, ισχύ και κοινωνική θέση για να την πέσουν σε νεώτερες ευειδείς υπάρξεις, λ.χ. καπιταληστές που παρελαύνουν με trophy girls, σοσιαληστές που την πέφτουν ως έκφραση της παπανδρεϊκής ανθρωπιάς τους, όσους έχουν ζηλώσει την δόξα του Berlusconi και του Strauss-Kahn, υβριδικούς γεροντο-πουτανοκαψούρηδες που στους καιρούς της πλασματικής ευφορίας τρώγανε όλο το βιος τους σε ζαχοπουλάδικα κ.ο.κ. Άλλοτε πάλι θίγει απλώς ότι ένας παππούς έχει τρελαθεί με ένα πιπίνι, το οποίο θεωρείται δείγμα ξεμωράματος τ. «καψουρεύει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι».

1. Όλοι τους, τα χρόνια εκείνα, είχαν για λόγους prestige εξωσυζυγικές σχέσεις. Πρότυπο σοσιαλιστών και μη ο γεροντοκαψούρης Ανδρέας!

2. Να ειρωνεύεται ο καραίσκος τον τραγουδιστή του έρωτα ε μα αυτό πάει πολύ. ποιός ο καραίσκος ο γνωστός σε όλους μουνιενιές και σαλιάρης μονίμως καψούρης-γεροντοκαψούρης ακόμα και ο πάριος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα σαλιαρίσματος και αιδοιοδουλείας από τον καραίσκο, ήμαρτον καραίσκο ποσο πια φαρισαισμό κρύβει το κούφιο σου κεφάλι

3. Εκείνες τις περιπτώσεις με τους γηραιούς αλλά «φορτωμένους» κυρίους που απευθύνονται σε σχετικά γραφεία, για να τους παρέχουν όμορφες συνοδούς πολυτελείας, προκειμένου να κάνουν εντύπωση στα δείπνα και στα ραντεβού που έχουν. Μόλις όμως η συνοδός μυρίζεται παραδάκι, αρχίζει...να έχει απαιτήσεις. Εκείνη τη στιγμή εάν ο «παππούς με το χαρτί» είναι έξυπνος και όχι κανάς...γεροντοκαψούρης, φροντίζει να ζητήσει από το γραφείο, να την αντικαταστήσουν με κάποια...χαμηλότερων απαιτήσεων.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση νέας κοπής, όπως τα δύο θήλεα νέας κοπής που την είπαν σε διάσημο πλέον βιντεάκι στο συσιφόνι. Περιγράφει μια κατάσταση όπου το μνι μιας γυναίκας ή άλλου κλαψομούνη ταράζεται, συγκλονίζεται από ένα κράμα ηδονής και οδύνης, ζουισάνς, σοκ και πέους, υπαρξιακού ταρακουνήματος λόγω ευαισθησίας. Δεν ξέρουμε αν η έκφραση θα καθιερωθεί, πάντως έχει σίγουρα κάνει το γύρο του διαδικτύου.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

- Τα στάτους τα γαμημένα που βάζεις, που μου το παίζεις ευαίσθητη. Στο ορκίζομαι, σου το λέω συγκινήθηκε το μουνί μου ρε φίλε! Δάκρυσε! Να δες ρε μαλάκα!
- Το είδα, το είδα, το ακούμπησα κιόλας
- Δάκρυσε ρε στο ορκίζομαι, Βαρβάρα! Με συγκίνησες ρε φίλε. (Δες)

Στο 4.00 (από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κι έτσι το πολυτραγουδισμένο μουνί.

Κατ' αρχήν, ειλικρινώς, σε ιδιώματα που έχουν την τάση να κόβουν τα φωνήεντα. Δευτερευόντως, από αστειάτορες που ειρωνεύονται την υποτιθέμενη βλάχικη εκφορά του μουνιού, ή απλώς είναι κορεκτίλες και δεν θέλουν να πουν όλη την λέξη κανονικά, οπότε κάνουν αυτήν την ντεμέκ αυτολογοκρισία είτε προφορικώς είτε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Βλ. και αμνί.

  1. Αχ μάνα μου, μάνα μου με τρώει το μνι
    ξύστο για να βγάλ' μαλλί
    Άι ντουμουντούμ, άι ντουμουντούμ κι τ' αρχίδια μας γρατζουνούν. (Από σκωπτικό άσμα)

  2. πονος στο μνι.
    Λοιπον θα μπω κατευθειαν στο θεμα.
    Οχι εγω, μη χαιρεστε, μια φιλη μου εχει ενα μικρο προβληματακι.
    (Η συναρπαστική συνέχεια στο Κοσμοπόλιταν)

(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δεσπότης, ο επίσκοπος, στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και του νταβατζής.

- Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο. - Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα κλειδί της ντούρας λιάρντας, συνώνυμο του αβέλω, το οποίο παίρνει το νόημά του βασικά από τα συμφραζόμενα και μπορεί να σημαίνει διάφορα όπως θέλω, επιθυμώ, γουστάρω, κάνω, έχω, δίνω κ.ά. Μάλλον πρόκειται για τροπή του αβέλω, το οποίο, όπως επεσήμανε το Πονηρόσκυλο εδώ, προέρχεται από τη ρομανί, από το avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω.

Καλιαρντοσύνες:
Αβέλεις, αβέλω,
βουέλεις, βουέλω,
βουέλουμε μπουτ μουσαντά, τζινάβεις, τζινάβω,
μπενάβεις, μπενάβω,
μπενάβουμε στα καλιαρντά.

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη, σημαίνει τον θεομπαίχτη, αυτόν που μπορεί να τουμπάρει ακόμη και τον Θεό.

Με αυτό το ψευδώνυμο υπέγραφε και ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης κείμενα στη σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος» κατά τα έτη 1875-1876. Βλ. και εδώ.

Ο θεοτούμπης ο ψευδογιατρός για να πουλήσει το όζον το διαφημίζει ότι γιατρεύει από την φαλάκρα μέχρι την πρόωρη εκσπερμάτιση.

Got a better definition? Add it!

Published

Και τα θηλυκά αντιστοίχως στρογγυλοκώλα, στρογγυλόκωλη. Έχουν κυρίως τις παρακάτω δυο-τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά, ο έχων ή έχουσα στρογγυλόν κώλον. Βλ. τουρλοκώλα, τουρλοκωλίαση, μπουζουκόκωλος κ.τ.ό. Γενικά μπορεί να θεωρείται καυλό και σέξι, αν πρόκειται για αναγεννησιακὀ/ή μπουζουκόκωλο/α ή για προκλητικό/ή τουρλοκώλη/α που τουρλοκωλιάζεται επιδεικτικά. Μπορεί, όμως, η στρογγυλοκωλίαση να οφείλεται απλώς σε υπερβολικό πάχος που έχει αποθηκευτεί στην περιφέρεια, οπότε πα τελμάν γκαυλουάζ εκτός κι αν χρειαζόμαστε love-handles.

  2. Αυτός που γίνεται στρογγυλόκωλος από το πολύ καθισιό, οπότε μπορεί να είναι καναπεδάτος, καναπεδάκιας, ή, αν «εργάζεται» καθήμενος, τρυφερόκωλος γραβατάκιας.

Όπως φαίνεται στα παραδείγματα, μπορούμε να το βρούμε και για αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα με μεγάλα άγαρμπα οπίσθια, ή για τις ειδικές πολυθρόνες που είναι φτιαγμένες ειδικά για στρογγυλόκωλους.

1. Συγκρινεται η γερμανικη στρογγυλοκωλα γκεσταπιτισσα με μια ιταλιδα top model; Δεν προχωρω σε καμιια συγκριση,τεχνικων και λοιπααλλα ρε παιδια απο την εμφανιση και μονο κρινω!Το ενα σου φτιαχνει τη μερα με το που το βλεπεις!! :) Εγω με τα ελαχιστα που ξερω για αμαξια πιστευω οτι τα αυτοκινητα καθρεφτιζουν σε μεγαλο βαθμο και το λαο που τα φτιαχνει... Βλεπεις τωρα πχ Ιταλια στο Μουντιαλ,και ολες οι γκομενες καυλωνουν με τζιλαρντινο,μπουφον,τονι κλπ και οχι αδικα αφου ειναι και ωραια παιδια...ε αυτοι οι ανθρωποι κατασκευαζουν και αμαξια-μοντελα...ferrari,lambo,maserati,alfa romeo.... Και απο την αλλη εχουμε τους απογονους του Αδολφου που και μονο τις φατσες τους να δεις,δεν σου σηκωνεται για 40 χρονια!ξενερωτοι,οπως και τα αυτοκινητα τους....α!τι σημαινει στα γερμανικα ''σβαινσταιγκερ'',οπως λεγεται ενας ποδοσφαιριστης τους; Γουρουνογαμης!!!!

  1. Προτιμώ το γιό σου, ειναι πολυ πιο καθαρός, και στρογγυλόκωλος. Αααααχ μαναρι μου… (Από βρισ-οφ εδώ)

3. ΔΗΜΑΡΧΟΣ....και ΟΧΙ σαν ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΚΩΛΗΣ σε μια δερματινη πολυθρονα σε ενα γραφειο στο δημοτικο μεγαρο που υπαγεται υπευθυνος!

4.Και εδω βρισκεται το κολπο χαμπουγκερατε υπερεπαναστατη της στρογγυλοκωλης πολυθρονας σου.

(από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χριστιανοσλάνγκ προέλευσης. Δοκίμως, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στη Βίκυ, είναι «η δέσμη βασιλικού με την οποία μετά του Σταυρού ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με το αγιασμένο ύδωρ. Επίσης ομοίως ονομάζεται το επάργυρο «μυροδοχείο» το οποίο έχει σχήμα αχλαδιού ή δακρύου με ψηλό λαιμό, στη άκρη του οποίου φέρονται οπές από τις οποίες και γίνεται το ράντισμα» κυρίως κατά την Μεγάλη Παρασκευή.

Σλανγκικώς και βλασφήμως είναι ο άγιος πέων κατά τις δύο λειτουργίες του, δηλαδή την ούρηση και την εκσπερμάτωση. Ως προς την πρώτη, λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις, όπου άγαρμπος ων ο χειριστής του πέοντος ραντίζει και επιφάνειες, που δεν πρέπει να ραντίσει. Ως προς την δεύτερη, βλ. τον διεξοδικό ορισμό του Γκατσανδρός στο λήμμα αγιασμός. Το εφέ της έκφρασης βέβαια έγκειται στο ότι περιβάλλει με θεϊκή αξία τον πέοντα ανακαλώντας παγανιστικές μνήμες λατρείας του θεϊκού φαλλού, αναμειγνύοντάς τες με ένα ελληνοχριστιανικό σαββοπουλαριστοφανικό ζενεσεκουά.

- Ε σιγά με την αγιαστούρα, μούτι μας έκανες! (Από την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Beautiful People», όπου η γκοντορελιά του τζιναβονησίου έχει ως αποτέλεσμα το σκόρπισμα της χρυσής βροχής κατά την διάρκεια υπαίθριας ούρησης).

"Θεούλη του φαλλού, μωράκι", άσμα του Διονύση Σαββόπουλου σε κόντεξτ βλάσφημης αριστοφανικής τροπής ελληνοχριστιανικών μοτίβων. (από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προαγωγός, ο νταβατζής ή ο δουλέμπορος, αυτός που εκμεταλλεύεται θύματα trafficking.

  2. Μεταφορικά, ο συνδικαλιστής που αντί να στοχεύει με τη δράση του στην προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων, τους χρησιμοποιεί για να αποκομίσει ατομικά οφέλη. Είναι έτσι σαν να λειτουργεί ως δουλέμπορος αφού εμπορεύεται τους εργαζομένους, καθώς και τις ελπίδες τους, τους οποίους έπρεπε κανονικά να εκπροσωπήσει.

  3. Αστειατόρικα, αυτός που πουλάει σώματα θέρμανσης, εκμεταλλευόμενος την απελπισία όσων δεν μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω ακρίβειας.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman

1. Πελάτης, σωματέμπορος και εκδιδόμενη στην Ελλάδα μετά το 1990.

2.α) ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΒΓΑΙΝΕΣ ΤΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΡΕ «ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΑ» ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ» ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ Η ..ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΟΥ; ΑΪΝΤΕ …ΓΕΙΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΑΡΙΣΤΕΡΕ ΤΗΣ ΣΦΑΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΦΡΑΓΚΟΥ. ΟΥΣΤ…………..

β) Γνωρίζετε πως απαγορεύεται να απολυθεί μέλος , από το προεδρείο του σωματείου εργαζομένων; Μπορεί να απολυθούν εργαζόμενοι, είτε με εθελουσία και ''πακέτο'', είτε με τα ''νόμιμα'' κι άμα γουστάρει; η εταιρεία; Μα ο σωματέμπορας -συνδικαλιστής, παραμένει. Να ζαλίζει τους εργαζομένους, όχι για τα κεκτημένα τους ή τα δικαιώματά τους, μα για το κόμμα.

3. Τώρα με την οικονομική κρίση το μόνο επάγγελμα που αποδίδει χρήματα είναι ο σωματέμπορος. Κανείς δεν αγοράζει πια πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Όλοι αγοράζουν σώματα ηλεκτρικά, ενεργειακά κλπ!!!

(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published