Γενικά, ειρωνεία για κάποιο όπλο που αποδεικνύεται αναποτελεσματικό, και ειδικότερα για το αυτόματο πυροβόλο G3A3, γιατί έχει πολλά πλαστικά μέρη. (Δες).

  1. - Έμαθες να λύεις και να δένεις το νεροπίστολο;

  2. Ουγγαρία: Με νεροπίστολο κατά ΔΝΤ και ΕΕ. [...] Προς το παρόν, ένα είναι σίγουρο. Η νέα ουγγρική κυβέρνηση δεν μπορούσε να στείλει χειρότερο μήνυμα στις αγορές από τη διένεξή της με το ΔΝΤ και την ΕΕ, έστω και αν «πυροβολεί» με… νεροπίστολο. Οι καιροσκόποι που βρίσκονται σε σταυροδρόμι θα καταριούνται. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον εκ του μπιστάω, που σύμφωνα με μυαλά του σάη σημαίνει χτυπάω με ένα ευρύ φάσμα σημασιών. Το μπιστάρι είναι ό,τι και ο μπίστος, και χρησιμοποιείται ειδικά στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων για να σημάνει την εντυπωσιακή πτώση από την σανίδα του skateboard, την τούμπα, το σκότωμα, το αποτυχημένο landing.

Defte Labete MPISTARI ( salonika skate slang dialektos, o tonos sto A , mpistari = toumpa , bail , skotoma , pesimo , apotuximeno landing , oti ponaei x0ax0ax00x )
to podi mou meta apo mia orea mera sto nafplio me full skate ... efuga apo ena megalo gap me ollie north(gia gnostes tou skate) kai sto langing prosgiothika me gonia 70 moirwn ston astragalo mou
to gap gurw sta 1.50 upsos kai 3 metra mikos (Εδώ).

(από Khan, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων είναι το να πέσεις σε οριζοντιωμένη σανίδα του skateboard με ανοιχτά πόδια.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth.

- Κοίτα τον μαλάκα, έφαγε τηλεκάρτα ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξυρισμένο αιδοίο, το παρκέ. Αγγλιστί bald pussy.

Το ξυρισμένο όρος της Αφροδίτης λέγεται και φαλακρό βουνό, όπως πολλά όρη ανά τον κόσμο που ονομάζονται έτσι λόγω έλλειψης βλάστησης, ενώ από τους διάσημους φαλακρούς, κυρίως ο Γιουλ Μπρίνερ δίνει σποραδικά την επωνυμία του σε ξυρισμένα αιδοία. Μουνί-κότζακ αναφέρεται μόνο στο σάη μας, εδώ.

  1. Ωραιο πολυ ωραιο το μουνακι σου lenaki αλλα εγω θα το προτιμουσα με την φυσικη του γουνα και οχι ετσι φαλακρο σαν φαλακροκορακας. [...] Έχουν το μουνάκι τους μαλλιαρό αφήνωντας το αντιερωτικό ξυρισμένο φαλακρό μουνί πίσω τους.
    (Εδώ για ενηλίκους).

  2. Τη λένε στο αλμασέν Concha Pelada
    Μουνάκι Φαλακρό (πες Ξυρισμένο)
    γυμνά τα χείλη σα σπαθιά Τολέδου
    τα ντύνουνε κραγιόνια κάθυγρα
    με του φωσφόρου σφαίρες (ποίηση Εδώ).

  3. Εγω παιδια της γυναικας μου το ξυριζω το μουνι και μετα το γλυφω μου αρεσει ξυρισμενο ενοειτε! παντα ξυρισμενο!!αλλη αισθηση οταν ειναι φαλακρο!!! (Μουνόχειλα που κρέμονται).

  4. αλά ρε φιλενάδα το μουνί Γιουλ ΜΠρίνερ, στερεί την χαρά της εξερεύνησης στον άνδρα, επειδή του το δίνουμε στο πιάτο, άστο να το ανακαλύψει κάτω απο το δάσος, μέσα στη ζούγκλα, να έχει την αίσθηση της εξερεύνησης και του ταξιδιού στο άγνωστο. (Εδώ).

(από Khan, 19/03/11)«Σ\' αρέσουνε τα ξυρισμένα γιαουρτάκια...» Ιόνια Νησιά - Ο γιός του Πελέ (από vikar, 11/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται χαιρέκακα για κάποιον ο οποίος αφού πούλησε μαγκιά ως μάγκας και νταής και μπούλης (με την αμερικλάνικη σημασία), δεν πέτυχε τον όποιο αντικειμενικό του στόχο, οπότε έμεινε μόνο με την μαγκιά του. Σημάδι ίσως ότι η μαγκιά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις στη σύγχρονη κενωνία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι πολύ καλύτερο να σου μείνει η μαγκιά παρά να σου φύγει η μαγκιά. (Παρεμπιπτόντως το του έμεινε η μαγκιά δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, λιγότερα από το του έφυγε η μαγκιά).

  1. είναι φως φανάρι ότι τους έμεινε μόνο η μαγκιά… οπότε ας μην τους “διαφημίσουμε”. ... (Εδώ).

  2. Με βάση την τραγικότατη φράση «του έμεινε η μαγκιά» μπορούμε ίσως να αντιμετωπίζουμε τη μαγκιά ως ένα είδος «κεφαλαίου» (αρχικά «ψυχολογικού», μετά κοινωνικού) το οποίο συμπλέκεται με τα άλλα είδη «κεφαλαίου» - μορφωτικό-πολιτισμικό, κοινωνικό, και υλικό πλούτο. [...]

Οι μαγκιώροι των σχολείων συνήθως τα πάνε σκατά, εκτός κι αν είναι πλούσιοι, ή αν διοχετεύσουν τη μαγκιά στο σώμα/αθλητισμό (νωρίς, ή όντως αργότερα, στα σιδεράδικα). Αλλιώς τους μένει η μαγκιά και στρέφονται σε σχετικώς κακοπληρωμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα.

Τραγική περίπτωση όσα παιδιά μαγκεύουν εξ αντανακλάσεως (δηλαδή, αλητεύουν επειδή δεν είναι καλοί μαθητές), που προσκολλώνται στο νταηλίκι και μετά το σχολείο δεν τους μένει ούτε η μαγκιά ούτε έχουν προοπτικές μορφωτικές (και συνήθως ακολουθούν τους ξοφλημένους νταήδες σε σχετικώς κακοπληρωμένα επαγγέλματα).

[...] Τραγική επίσης περίπτωση όσοι είναι και φτωχοί και αποτυχημένοι μάγκες και σκράπες και ψιλοάσχημοι, οι οποίοι καταντούν έως και πρέζακες.

(Χαλικούτης εδώ).

Του Έμινεμ η μαγκιά (από Khan, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συσχετισμός αφορά στα φύλλα της καρδιάς και στα φύλλα της αγκινάρας.

Πρόκειται για τον άνθρωπο που έχει ευαίσθητη στην αγάπη καρδιά, που είναι ευεπίφορος να ερωτευτεί. Χρησιμοποιείται, όμως, και κριτικά για κάποιον/αν που ερωτεύεται πολλούς/ές ταυτόχρονα και με ελαφρότητα.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Καρδιά αγκινάρα: Μέσες άκρες όλες έχουμε υπάρξει ερωτευμένες με δύο. Μπορεί με τον νυν και τον πρώην. Ή με τον νυν και τον επόμενο. Τι γίνεται όμως όταν είσαι ερωτευμένη με δύο νυν;

  2. Εγώ έχω καρδιά αγκινάρα. Αγαπώ Χέλλη, Ιανό, Μουραντίν, Μπίγκους,Σαλίβερο και κάποιους άλλους που δεν είναι στην ψηφοφορία. (τον Ισίλδουρα δηλαδή). (Εδώ).

  3. δεν καταλαβαίνω γιατί επικρατεί η άποψη ότι οι παπαρούνες είναι ρομαντικές, ενώ οι αγκινάρες όχι. Δε λέμε «αυτός έχει καρδιά αγκινάρα» και εννοούμε «αγαπάει όλο τον κόσμο»; :P (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ό,τι και τα αποτέτοιος και απαυτούλης, δηλαδή κάποιος που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε από περιφρόνηση, ή ένα από τα αποκατινά, περισσότερο ο κώλος.

Σχηματίζεται από την πρόθεση από και την αντωνυμία δαύτος, βλ. λήμμα αποτέτοιος.

- Μας πήγε σε ένα δηθενάδικο και μας πιάσανε τον αποδαύτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λεγόμενη γλώσσα των νέων είναι οτιδήποτε αποτελεί υπερβολικά αργή διαδικασία, όπως η αδύνατη πλέον καριέρα για την γενιά των 700 Ευρώ.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth, που λέγεται ότι μας επιφυλάσσει φρέσκιες σλανγκιές.

- Πω ρε πούστη, καριέρα έγινε το Α10...

(σ.ς.: Το λεωφορείο που συνδέει το Μενίδι με το κέντρο της Αθήνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καθιερώθηκε από τον προπονητή Νίκο Αλέφαντο, όπως και τα μάθε μπαλίτσα και τα πάντα όλα. Σημαίνει κάποιον που είναι καταπληκτικός, πάρα πολύ καλός, μεγαλειώδης, και άλλα υπερθετικά, όπως ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κάτσε κάλλιστα, με λίγα λόγια υστερεί μόνο έναντι του Vankouf, του Chuck Norris και του Μάκη, ενώ παίζει μπάλα κάπου στο επίπεδο του Βέλτσου και του Τάκη Τσουκαλά.

Συνώνυμα: τιτανομέγιστος, γιγαντομέγιστος κ.τ.ό.

  1. O ΕΝΑΣ,Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ,Ο ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΤΟΝΙΣ ΣΦΗΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ! (Εδώ).

  2. Ο τιτανοτεράστιος ηγέτης (κοινώς “κωλοτούμπας”) προτείνει κατάργηση συντάξεων (εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσήλικας ή υπερήλικας που το παίζει νεαρό τεκνό και τζόβενο σαν να ήταν στα ντουζένια του και την πέφτει σε πιτσιρίκες, ή έχει άλλες συνήθειες νεαρών, λ.χ. τραγουδάει στη γιουροβύζιον. Βλ. και πουρέιντζερ / πουρέιτζερ, πουρέιβερ, πουρόκερ κ.τ.ό.

Πάσα: Γκάτσμαν.

o danths ap thn alli vgike toso sigouros kai kala gia th prwtia me ta ksekola(den lew tou rouva forousan ligotera alla to proklitiko thewrw oti exei na kanei me to ti foras k oxi me to ti megethos exei)kai aftos san na thele na to paiksei palikaraki to gerontotekno.. (Εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published