Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μουσικοτεχνική σλανγκ, πεταλάδες αποκαλούνται οι οργανοπαίκτες (κυρίως κιθαρομπασίστες, αν και όχι μόνο ετούτοι) που χρησιμοποιούν πετάλια ή πεταλιέρες (μεμονωμένα πετάλια εφέ τύπου distortion, fuzz, wah, delay κ.α. ή συγκεντρωμένα σε ένα μηχάνημα) με σκοπό να διαμορφώσουν τον ήχο τους διαφορετικά απ' ότι θα ήταν εάν επέλεγαν να παίξουν καρφί. Η πρακτική αυτή συναντάται και σε γκρουποφάσεις, αλλά και σε πιο μοναχικές μουσικές εξερευνήσεις, σε πάρα πολλά είδη μουσικής -με εξαίρεση, ίσως, τα μουσικά ιδιώματα όπου το καρφί είναι άποψη.

Οπωσδήποτε ο ήχος του κάθε οργανοπαίκτη είναι πολύ σημαντικό πράγμα, είτε παίζει μόνος κι άμπαντος, είτε παίζει σε γκρουπ ή ακολουθεί επαγγελματική καριέρα. Τα πετάλια είναι εργαλεία και η χρήση τους μπορεί να βοηθήσει κάποιον στο να δώσει ένα πιο προσωπικό στίγμα, ενώ μπορούν εξίσου να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης, εκτελεστικά ή και συνθετικά ακόμη. Όμως, πολλοί πεταλάδες από κάποιο σημείο και μετά ενδέχεται να αναπτύξουν το λεγόμενο GAS (Gear Aquisition Syndrome), οι ασθενείς του οποίου διακατέχονται από μία ξέφρενη μανία να αγοράζουν συνεχώς εξοπλισμό (ασχέτως τύπου) και να αναβαθμίζουν το rig τους. Επίσης, υπάρχει και η αντίθετη περίπτωση (καθόλου σπάνια, ειδικά σε πιο μικρές ηλικίες): ο οργανοπαίκτης μπορεί να έχει ένα σετ από μπλιμπλίκια που να περιλαμβάνει της Παναγιάς τα μάτια, και να επιλέγει πολύ συγκεκριμένους προκάτ ήχους, ή να μην παίζει τίποτα παραπάνω από πολύ βασικά, έως και παιδικά πράγματα στο όργανό του. Με λίγη θέληση όμως από την πλευρά του, καθώς και με εξωτερική βοήθεια, τα πάντα διορθώνονται -αν όχι επιτόπου, τότε σίγουρα με τον καιρό και την συσσώρευση εμπειρίας. Η πραγματικά δημιουργική χρήση των πεταλιών κάθε τύπου (καθώς και οποιουδήποτε μουσικού εξοπλισμού) θέλει ψάξιμο, και δεν πετυχαίνεται ποτέ με την καλημέρα.

Μία άλλη περίπτωση πεταλάδων είναι οι κατασκευαστές τέτοιων πεταλιών, είτε ως ονομαστές εταιρείες εξοπλισμού, είτε ως μοναχικοί, μερακλήδες και καραψαγμένοι τεχνίτες (που βαράνε όμως τις κατασκευές τους στο Θεό).

Μία εναλλακτική εκδοχή της λέξης είναι πεταλάκηδες.

Παραγγελιά στην ερημιά, στη μοναξιά και στον καημό μου από τον Δεινόσαυρο.

  1. υπάρχουν άπειρες κόπιες αυτού του πεταλιού, σχεδόν όλοι οι «πεταλάδες» φτιάχνουν από μια δική τους έκδοση! Είναι πολύ απλή κατασκευή και πάρα πολύ καλό πετάλι, εγώ έχω κάνει ένα από τις οδηγείς που δίνει αυτό το site και το έχω σχεδόν πάντα ανοιχτό. Αν πιάνουν τα χέρια σου με το κολλητήρι δοκίμασε το (Από εδώ)

  2. Α! Δοκίμασα κ την κιθάρα κ όλα τα πετάλια. Η κιθάρα δεν είχε πρόβλημα, ενώ τα πετάλια που έβγαζαν αυτόν τον θόρυβο ήταν το overdrive κ ο κομπρέσσορας όταν δεν τοποθετούσα το noise reduction. (πάντως τόσοι πεταλάδες κυκλοφορούν, κανέναν δεν τον ενοχλεί αυτός ο θόρυβος ή μόνο εγώ είμαι ο γκαντέμης της παρέας, που μου έτυχε το πρόβλημα αυτό, τελικά;) (Από εδώ)

  3. Σαφώς καιι μια πεταλιέρα ή ένα midi controller θα είναι πιο βολικό σε ακραίες αλλαγές σε ήχους, αν συνηθίσεις όμως μπορείς να έχεις την ίδια ευελιξία και με πετάλια :). Μπορούν να σου το επιβεβαιώσουν ένα σωρό πεταλάκηδες αυτό (Από εδώ)

(από Mr. Cadmus, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω ένα ταξίμι, και γενικά αυτοσχεδιάζω πάνω σε κάποιο όργανο (τυπικά από αυτά που συγκαταλέγονται στα όργανα της λαϊκής, ρεμπέτικης, και παραδοσιακής ορχήστρας) άνευ συνοδείας.

Το ταξίμι στην λαϊκή μουσική παράδοση αποτελεί έναν σύντομο, εισαγωγικό αυτοσχεδιασμό που λειτουργεί σαν εισαγωγή σε κάποιο κομμάτι (και που χρησιμοποιεί τους δρόμους ή τις κλίμακες του κομματιού) με σκοπό να μπάσει τον ακροατή στο λεγόμενο ήθος του κομματιού αυτού (δηλαδή την διάθεση που αποπνέει). Υπό αυτή την έννοια, το ταξίμι κατά κάποιο τρόπο έχει μία παραπλήσια λειτουργία με τα απηχήματα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής (λέγε με βυζαντινής) μουσικής.

Σε πιο σύγχρονο κόντεξτ, μπορείς να ταξιμάρεις ακόμη κι αν δεν παίζεις ρεμπετολαϊκοόργανα, ή αν βρίσκεσαι σε διαφορετικό μουσικό περιβάλλον (ροκιές, τζαζιές, κλπ κλπ). Στην περίπτωση αυτή, η χρήση του εν λόγω ρήματος ή προδίδει σαρκασμό εκ μέρους του χρήστη, ή χρησιμοποιείται για να προσδώσει μία εσάνς μαγκιάς στα λεχθέντα.

  1. Οπως κατάλαβες τραβιέμαι κι εγώ με ένα τέτοιο όργανο. Αν και το έχω αφήσει στην άκρη για να ταξιμάρω στο μπουζούκι τα τελευταία χρόνια. (Από εδώ)

  2. Νίκο όπως σου είπα και στο MSN (Pads) θα χρειαστείς μόνο σπίτι σου,όχι σε μαγαζί ζωντανά κλπ.Πάρε μια πιο απλή μέθοδο (όπως εγώ).
    Χρησιμοποίησε «χαρτάκια» θα σου δείξω πως για να το κάνεις γρήγορα ή να έχεις σε λειτουργία και το Pa80 σου (ακόμα καλύτερα) για να έχεις και όλο το LE ελεύθερο για να ταξιμάρεις σε όλες τις οκτάβες. (Από εδώ)

  3. Όσο για μένα, Γιάννη, ζήτησα απ' το αφεντικό όπως έπαιζες, να χτίσει πόρτες και παράθυρα, να το πάρεις απόφαση, να μην μπορείς να φύγεις, να μείνουμε κι εμείς μαζί, κι όσο αντέξουμε. Πόσο; Δέκα μέρες; Είκοσι; Ένα μήνα; Κάποτε θα γίνει, μακάρι να γινόταν έτσι, με σένα να ταξιμάρεις απ' το πάλκο,χωρίς να υπάρχει χρόνος για να σε σταματήσει. (Από εδώ)

  4. Όταν ακούς τουμπερλεκιές απο τα περισότερα ΄΄παραδοσιακά΄΄ μουσικά σχήματα τα λέμε σήμερα , περιμένεις να βγεί και καμιά Χανούμισα για χορό τσι κοιλιάς. Μάλιστα και κάποιοι τουμπερλεκάδες ταξιμάρουν κιόλας!!!τρομάρα μας. Κάποιοι άλλοι πιο κουλτουροκρητικοί βάζουν λέει μπεντίρ!!! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified