Είναι η επί τόπου πληρωμή, η καταβολή ποσού τοις μετρητοίς για υπηρεσίες που πιστεύαμε (κακώς) ότι είναι δωρεάν. Η ετυμολογία του λήμματος δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανόν να πρόκειται για ηχοποιητή λέξη, από τον ήχο των κερμάτων κατά την ώρα της καταμέτρησης.

  1. - Μπήκα στο RapidShare και κατεβάζω τα πάντα [στο φτερό]. Καμία σχέση με το μTorrent!
    - Να μπω κι εγώ τότε. Πώς μπαίνεις;
    - Τι λέει το λιλί σου ρε; Γκέγκερε! 50€ το χρόνο. Αν ήταν τζάμπα θα μπαίναν όλοι.

  2. - Περνάω μ' αυτά τα ρούχα;
    - Περνάς, αλλά θέλει γκέγκερε...

  3. - Έβαλα Skype και κάνω δωρεάν βιντεοκλήσεις. Μου είπαν ότι έχει και τηλέφωνα.
    - Μπορείς, όντως, να πάρεις τηλέφωνο μέσω Skype, αλλά γκέγκερε.

Γκέγκερε (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να διακόψουμε κάποιον που επιδίδεται σε ασύστολα ψεύδη, ή τερατολογίες. Η φράση είναι από γνωστό ανέκδοτο στο οποίο, ένας κυνηγός διηγείται σε άλλους τη μάχη του με μια αρκούδα σώμα με σώμα (αν είναι δυνατόν). Οι υπόλοιποι κυνηγοί, όμως, δείχνουν συνεπαρμένοι και ρωτάνε ολοένα: «Και μετά, και μετά;». Οπότε ο ψευταράς λέει κι άλλα ψέμματα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου έχει φτάσει στη φάση που η αρκούδα τον έχει βάλει κάτω και έχει ανοίξει το φοβερό της στόμα μια πιθαμή απ' τη μύτη του. Οπότε:

- Και μετά, και μετά;
- Ε, μετά, μ' έφαγε! Ρε τι μαλάκες είστε εσείς;

Κατά το αράδιασμα λοιπόν ασύστολων ψευδών, μπορούμε να διακόψουμε τον αφηγητή λέγοντας: «και μετά μ' έφαγε». Η φράση μπορεί να ειπωθεί και στην περίπτωση ακατάσχετης παπαρολογίας ή μπουρδολογίας. Αν ούτως ειπωθεί, συνεχίζουμε αμέσως με άλλο θέμα, απαξιώνοντας τελείως τον παπαρολόγο και τα λεγόμενά του.

- Πήγα στην ξαδέρφη της Μαίρης να της δώσω τις σημειώσεις της Βιολογίας. Μαλάκα, έπαθα πλάκα! Μου ανοίγει με το μπουρνούζι, και τί μου λέει νομίζεις;
- Τι;
- «Θα έρθεις μέσα που 'παίζουμε' με δύο φίλες μου;» Να μη σου πω τι έγινε. Παρτούζα ολκής. Τρελάθηκα στο γαμήσι. Και μετά, ήρθαν κι άλλες...
- Ναι, και μετά μ' έφαγε! Βρε δε με παρατάς πρωί πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.

Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.

Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».

  1. -Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
    -Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.

  2. Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!

  3. Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που είναι υπερβολικά λεπτολόγος και σχολαστικός. Πράγματι, λόγω του μικρού του μεγέθους, η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος για να σκοτώσει κάποιος έναν ψύλλο, είναι η σύνθλιψη. Το να προσπαθεί, λοιπόν, κανείς να σκοτώσει τον ψύλλο με τη μέθοδο της σφαγής, αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ατόμου που λεπτολογεί πέραν του δέοντος, ατόμου σχολαστικού σε βαθμό να γίνεται γραφικός.

- Έδωσα τον ισολογισμό στον Καραδήμο για να κάνει έναν γρήγορο έλεγχο και μου είπε ότι οι κρατήσεις έπρεπε να είναι 13.768.832,92€ και όχι 13.768.832,89€. Μιλάμε τώρα για 3 λεπτά στα 14 εκατομμύρια!
- Καλά, τι περίμενες; Αυτός σφάζει τον ψύλλο στον αυχένα!

Βοήθεια, θα με σφάξει! (από panos1962, 17/11/09)Τώρα είναι καλύτερα νομίζω... (από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάνουμε λαθεμένες επιλογές. Η φράση οφείλεται στην μέτρια ποιότητα του κρέατος της περιοχής του λαιμού (σβέρκος), οπότε σημαίνει ότι αυτό που ψωνίσαμε, αυτό που επιλέξαμε, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή που μπορούσαμε να κάνουμε.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Πράγματι, στις μέρες μας ο σβέρκος δεν θεωρείται κρέας κακής ποιότητας, αλλά στα παλιότερα χρόνια, που η χοληστερίνη δεν αποτελούσε ρυθμιστικό διατροφικό παράγοντα, δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης.

  1. - Είπα στον καινούριο που προσέλαβες προχθές, να πάει να κάνει φωτοτυπίες και μου είπε: «Γιατί να πάω εγώ;»
    - Κατάλαβα, ψωνίσαμε από σβέρκο.

  2. Το αμάξι που πήρα από τον Παναγιώτη καίει λάδια, γαμώτο. Πάλι ψώνισα από σβέρκο.

  3. - Ο εργολάβος που δώσαμε το οικόπεδο αντιπαροχή μπήκε φυλακή και μας άφησε με ένα κάρο χρέη και το σπίτι μισό.
    - Ψωνίσατε από σβέρκο δηλαδή...

Τα μέρη του χοιρινού κρέατος. (από panos1962, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τσιμουδιά, ησυχία. Το λέμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε σιωπή σε θορυβώδη ομήγυρη (σχολική τάξη, στρατιωτικός θάλαμος κλπ), ή σε φλύαρο (ή αυθάδη) συνομιλητή. Πρόκειται για κλασσικότατη έκφραση που η χρήση της χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μάλλον οφείλει την ετυμολογία του στην συμπροφορά των άφωνων (άηχων) «κ» και «χ».

  1. Μη κάνεις κιχ! Θα μας ακούσουν.

  2. Κιχ! Σκασμός, κωλόπαιδα!

  3. Τον πήρε απ' τον κώλο και δεν έβγαλε κιχ. Μεγάλη πουτάνα.

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείως μπαμπαδίστικο, αλλά πάντα επίκαιρο. Σημαίνει τον άνθρωπο τον ελεεινό, τον κίναιδο, αυτόν που χαμουρεύει αγοράκια και τα βάζει στο στραβό δρόμο, φτάνοντας ενίοτε σε ολοκλήρωση των ανομολόγητων πράξεών του, με, φεύ, ανεπανόρθωτες συνέπειες για τα γιουσουφάκια που έπεσαν στα επιδέξια χέρια του. Πολλές γκέισες ξεκίνησαν την καριέρα τους με τη «βοήθεια» κάποιου πρόθυμου τορναδόρου (μπακάλη, θείου, πνευματικού, γκαραζιέρη, ψαρά, μανάβη κλπ).

  1. - Πού είναι ο μικρός;
    - Τον έστειλα στον μπαρμπα-Μηνά να τον βοηθήσει λίγο στο μαγαζί.
    - Καλά, τρελή είσαι; Ρε συ, αυτός είναι τορναδόρος μέγας. Θα το χαλάσει το παιδί.

  2. - Ο Αντρέας είπε ότι ο Μήτσος ο ψιλικατζής χαμουρεύει το γιό του.
    - Τορναδόρος ο Μήτσος; Δεν του φαινότανε...

Καλόγερος τορναδόρος (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified