ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβάλλω, παρουσιάζω πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις όχι στις πραγματικές τους διαστάσεις, αλλά με τρόπο που συνήθως εξυπηρετεί τους σκοπούς μου.

- Ωχ, μας ζάλισε πάλι ο Σάκης με τις ανοησίες του, έχει γράψει 5 προγράμματα όλα κι όλα και στον νέο διευθυντή το μόνο που δεν είπε ότι έχει μηχανογραφήσει την πτήση στον Άρη!
- Ε, καλά ρε δεν τον ξέρεις τώρα; Κάνει το ζουρνά καΐκι!

(από panos1962, 17/02/13)Καΐκι (από panos1962, 17/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «μουνί καπέλο» δηλώνει κακή κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης και είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν έχει να κάνει με το καπέλο αλλά προέρχεται από την ισπανική λέξη cabello που σημαίνει «μαλλιά» και προφανώς παραπέμπει σε τριχωτό αιδοίο το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει συχνά μιαν εικόνα ακαταστασίας και αναταραχής.

Ω, ρε μαλάκα, τράκαρε ο Μάκης την καινούρια BMW του γέρου του, τι να στα λέω. Μουνί καπέλο έγινε το αμάξι, δεν ξεχωρίζεις ρόδα από τιμόνι. Ευτυχώς ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα τον περιλάβει ο γέρος του, γάμησέ τα!

Τα 'μαθες; Η Μαρία έκανε μπότοξ αλλά έπεσε σε κομπογιανίτη και της έκανε τη μόστρα μουνί καπέλο. Αν τη δεις μη δείξεις έκπληξη κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Άστα! Έμαθε ο γενικός για την πατάτα που έκανε ο Γιώργος στην κατάθεση των δικαιολογητικών και διέταξε να γίνει ΕΔΕ. Ενός κακού μύρια έπονται, ρε, πάνω που πηγαίναμε να στρώσουμε θα γίνουμε πάλι μουνί καπέλο!

μουνί cabelloμουνί cabello

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η επίπληξη, το κατσάδιασμα, το ξεχεστήριο, ή το να τα σέρνεις σε κάποιον. Νοείται, ακόμη, και το ειδοποιητήριο ληξιπρόθεσμης οφειλής, η κοινοποίηση αγωγής, ή γενικά οποιοδήποτε «φιρμάνι» μας αφορά. Η λέξη έλκει την καταγωγή από τις εγκυκλίους που έστελνε το Πατριαρχείο σε όλες τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, επισκοπές κλπ, και απευθυνόταν προς τους «απανταχού ορθοδόξους». Αυτές οι εγκύκλιοι είχαν, συνήθως, σκωπτικό χαρακτήρα και αφορούσαν κάποια παρεκτροπή είτε του ποιμνίου, είτε της ιεραρχίας, και σκοπός των εγκυκλίων αυτών ήταν η επαναφορά στην τάξη των παρεκτραπέντων.

Άσ' τα μαλάκα. Μου ήρθε το πρωί η απανταχούσα από την ΑΔΑΕ και εκεί που νόμιζα ότι θα μου βγάλουν να πληρώσω 1.200€, μου τα βγάλανε 13.842,37€!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified