Αυτός που εμπαίζει τους άλλους συνέχεια.
Πάψε, κρύε αναμπαίξουλε να κοροϊδεύεις τους άλλους!
Αυτός που εμπαίζει τους άλλους συνέχεια.
Πάψε, κρύε αναμπαίξουλε να κοροϊδεύεις τους άλλους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι καλικάντζαροι.
Οι λυκούτσαρδοι είναι τριχωτοί, κοντοί, με στραβά πόδια, σαν νάνοι και γυρίζουνε πάντου απο την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων.
Σχετικό: κατσιμπουχέρια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τους ανίκανους -γενικά- συζύγους.
- Και στην τελική ρε θεια γιατί τον πήρες; Για το μαλλί του ή για το τυρί του; Αφού ούτε παιδιά μπορούσε να κάνει, ούτε δούλευε.
-Τι να κάνουμε παιδάκι μου. Οι περισσότερες τότε παντρευόμασταν από προξενιό. Δεν ξέραμε από αγάπες και τέτοια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καλό είναι, ανεκτό, αλλά όχι άριστο.
-Πως σου φαίνεται ο γαμπρός που κάναμε, αδελφή;
-Ε, έρχεται από δρόμο...
-Μα και η εγγόνα μας έχει καβατζάρει τα τριάντα (χώρια τα καλοκαίρια της), τι περιμέναμε πια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όνομα του μεγάλου γερμανού μουσουργού Μπετόβεν εκφράζει κατά μιαν έννοια την ποιότητα. Αν αντικατασταθεί με κάποιο άλλο π.χ. Μπεζαντάκου, αυτομάτως η ποιότητα υποβαθμίζεται. Εν τούτοις η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται με σκοπό να ειρωνευτούμε κάποιον που παραπονιέται ότι αυτό που αγόρασε δεν είναι και το καλύτερο.
- Πήρα 2 πουκάμισα τις προάλλες, με 10 ευρώ το ένα. Το ύφασμα τους όμως χάλια, όσο σιδέρωμα και να τους ρίξεις, δεν στρώνουν με τίποτα.
- Και εσύ τι περίμενες να ακούσεις με 10 ευρώ; Μπετόβεν; Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περνώ από πάνω, υπερπηδώ.
Ίσως η πρωτότυπη λέξη είναι πορτοσκελώ (πόρτα + σκέλος) με ανάπτυξη προθέματος α, πιθανότερο από τις αρχαιοελληνικές λέξεις α + πορδή + σκέλος. Δηλαδή, απορδοσκελώ: υπερπηδώ με άνεση χωρίς να πέρδομαι κάποιο εμπόδιο.
- Απορδοσκέλησα έναν τοίχο.
- Τα παιδιά απορδοσκελούν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Tα έχει χάσει, του/της έστριψε η βίδα, απολωλό το πνεύμα κι άλλα τέτοια χαριτωμένα που καλύτερα να μην συνεχίσω γιατί θα το ξημερώσω και δε λέει.
- Πήγα να δω χθες τους παππούδες και ζήσαμε πάλι μεγάλες στιγμές. Να κρατάει ο παππούς ένα γλαστράκι και να σημαδεύει το γείτονα. Νομίζω ότι έχει αρχίσει και κλοτσάει τις βόλτες.
-Μην το νομίζεις, να είσαι σίγουρη. Όχι τίποτα άλλο την κακομοίρα τη γιαγιά σκέφτομαι, αυτή τα τραβάει όλα, ο παππούς καλά την έχει στην τρέλα του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέραν της κλασσικής έννοιας, ως διόδια χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος τον οποίο και πρέπει να πληρώσουμε για να του αποσπάσουμε ορισμένες πληροφορίες ή να πάρουμε την άδεια του για να μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα.
(Στην ρεσεψιόν ξενοδοχείου)
- Σε ποιό δωμάτιο βρίσκεται ο κύριος που έφτασε πρίν απο λίγο;
- Δεν μπορώ να σας πω. Είστε γνωστός του;
- Καλά, πάρε τώρα ένα κατοστάρι και πες μου
- Εεε, ξέρετε κύριε...
- Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω άνθρωπε μου; Πάρε ένα κατοστάρι ακόμα και λέγε επιτέλους, την τύχη μου μέσα με τα διόδια που μπλέξαμε σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός που συνηθίζεται απο τους αντι-Λαζοπουλικούς και σημαίνει το προφανές.
- Τι λέει πάλι αυτός ο αηδίας, ο αλ τσαντίρ μαλάκ; Πότε θα πάψει επιτέλους να ασχολείται με το κάθε παρτσακλό;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τις γυναίκες που ασχολούνται με τα επουσιώδη και παραμελούν τα πρωτεύοντα ή, τελοσπάντων, παίζει και λίγο το ματάκι τους για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους.
Κοπέλι = υπηρέτης.
Ένα σπίτι είχε κοπέλι και μια γειτόνισσα είδε τη νοικοκυρά να παίζει μαζί του και της είπε κάποια παρατήρηση. Τότε η νοικοκυρά της απαντά «ουουου ξέχασα πως είχα άντρα κι έπαιζα με το κοπέλι για να ξελασπώσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified