Δράττoντας την ευκαιρία που ο συσλαγκιστρής vikar έδωσε στο ΔΠ θα προσπαθήσω ν'αποδώσω κι εγώ έναν ορισμό στο καταπονημένο αυτό μήδι, ας αρχίσουμε:

Γλαφυρή αποτύπωση στον καθ'ημέραν λόγο της γνωστής αντίδρασης «πάγωμα ή δράση» (αγγλιστί freeze or run) όπου η απάντηση σε ένα αναπάντεχο επικίνδυνο ερέθισμα είναι το «πάγωμα». Κι εξήγούμεθα για να μην παρεξηγούμεθα...

α. Δράση:Το σημαντικότερο προσόν του άντρα του σωστού, του πρόστυχου,
του (δε) μασώ είναι η μαγκιά, αυτό το ψυχικό σθένος κι ο έμφυτος τσαμπουκάς που το 110% του λαού μας κατέχει (σύμφωνα με απαντήσεις που έδωσαν οι ίδιοι). Χαρακτηριστικό της είναι το ετοιμοπόλεμο, η ατάκα, το ζοριλίκι, το χώσιμο, βρε αδερφέ, στην κοινωνική συναλλαγή.

β. Πάγωμα: Όλοι έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι σ'ένα ερέθισμα καθηλωτικό, τα αντανακλαστικά μας παραλύουν προς στιγμήν για να γίνουμε αντικείμενα χλευασμού κατόπιν, προσαπτόμενοι ψάρωμα (βλ. εδώ), κότεμα, χεσμεντέν μέχρις ότου αναλάβουμε δράση.

Ακόμα όμως και στη βου. περίπτωση που ο μάγκας κλάνει μέντες ο ίδιος το ξέρει: είναι και παραμένει μάγκας. Το ακαριαίο αυτό «πάγωμα» οφείλεται στις μεταφυσικές ιδιότητες της προστάτιδος/πολιούχου μαγκιάς, η οποία φεύγει κι επανέρχεται σαν από μηχανής θεός.

Γνωρίζοντας όλα αυτά και για να εκτονώσει το άγχος της καθήλωσης, ο ταλαίπωρος πρωταγωνιστής της ιστορίας μας αυτοσαρκάζεται: ε ναι, λοιπόν, του έφυγε η μαγκιά.

Ακολουθεί διάλογος Σαλονικιών:

- Ρε μαλλάκα, τί είδα χθες στα σκουπίδια της Σουλτάνας; (ρητορική ερώτηση) Ένα τεστ εγκυμοσύνης!
-...
- Γάμησε τα, τρελλάθηκα! Μ'έφυγε η μαγκιά, ρε σε λλέω!

βλ. και «μού 'φυγε το κλαπέτο, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός του εννοείται ως μονολεκτική κουλ απάντηση με δόση πρόζας, σαρκασμού, ειδικά σε ερωτήσεις που περικλείουν την απάντησή τους, η οποία είναι πρόδηλη τόσο για τον ερωτώντα, όσο και για τον ερωτηθέντα.

Η σωστή εκφορά προϋποθέτει μια μουσικότητα (hέ-ννείοται) και συνοδό μειδίαμα αυτοπεποίθησης (λίγες πρόβες στον καθρέφτη αρκούν).

Έξτρα βαθμοί και σπέκια όταν για απάντηση δύναται να χρησιμοποιηθεί το χρονικό επίρρημα «ενίοτε». Τώρα θα μου πεις: μαγκιά είν' αυτό; Εννείοται...

  1. — Καλά, Παρασκευή βράδυ απόψε, πάλι στο σλανγκργκρ θα λιώσεις;
    — Χα! Εννείοται...

  2. — Ώπα, τί έμαθα παιχταρά μου; Πηδάμε τη Λίλιαν;
    Εννείοται...
    Άτσααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρισύνθετη λέξη (από τις λέξεις κάτω+ουρώ+ντουζ) που φωτογραφίζει το πανανθρώπινο φαινόμενο του άρρενος που κατουράει κατά τη διάρκεια του σχολαστικού κι επιμελούς 3λεπτου μπανιαρίσματός του, συνδυάζοντας έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Όπως όλοι ξέρουμε, ο έλεγχος των σφιγκτήρων αποτελεί μείζονα σταθμό στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου. Υπό αυτήν την οπτική, το άτομο που νίπτει το απενοχοποιημένο σώμα του, απεκδυόμενο τις κοινωνικές συμβάσεις κατουράει ελεύθερα, χωρίς ταμπού, χωρίς αναστολές και λοιπές ενοχές του εξωλεκάνιου πιτσιλίσματος, αμολώντας και μια κομπολογάτη άμα λάχει.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα επιτυχημένο κατουρντούζ είναι οι κάτωθι:

  1. Το πέος να βρίσκεται σε θέση χαλάρωσης, ουχί εν πλήρει στύσει (αλλιώς θα τα κάνετε όλα πουτάνα)

  2. Η ούρηση να συμβαίνει νωρίς στην αρχή του ντους (όχι στο τέλος, βρωμίλοι!!)

  3. Βεβαιωθείτε για τη συναίνεση της παρτενέρ (σε περίπτωση που δεν παίρνετε μόνος το ντουζάκι).

Και μη μου πει κανείς ότι δεν το έχει κάνει ποτέ...

- Θες τίποτα απ'το μπάνιο; Πάω να ουρήσω κάτω.
- Δεν κάνεις κάνα κατουρντουζ λέω'γω, που βρωμάς σαν τράγος;
- Γιατί;; Σάββατο είναι;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γένους ουδέτερου.

Άτομο με το οποίο, ενώ μοιράζεστε το ίδιο κεραμίδι για οικονομικούς λόγους αποκλειστικά (βλ. οικονομική Qρίση), σας χωρίζει ένας τοίχος κι ένα απέραντο διανοητικό και πολιτισμικό χάσμα.

Η στοιχειώδης επικοινωνία μεταξύ σας ανάγεται σ'αυτή που θα'χες μ' ένα κατοικίδιο. Η ειδοποιός διαφορά από τον απλό συγκάτοικο έγκειται στο γεγονός ότι τα συγκατοικίδια είναι άκακα, άδολα και αγνά, επιφορτιζόμενα τον κύριο όγκο των οικοκυρικών εργασιών. Η διαφορά από το απλό κατοικίδιο είναι πώς με τον σκύλο σου μπορείς να δεις μια ταινία μαζί, τον συμπαθούν οι φίλοι σου και δεν ντρέπεσαι να τον κυκλοφορήσεις έξω.

Τα συγκατοικίδια, κατά κοινή ομολογία, απαιτούν συνεχή επίβλεψη (π.χ. φεύγουν διακοπές αφήνοντας τ'ασπρόρουχα απλωμένα ή το αρκουδίσιον στο φουλ, ξεχνάνε τα κλειδιά τους, μπουκάρουν στο δωμάτιο σου τις πιο λάθος στιγμές, παίρνουν ροζ τηλέφωνα τα βράδια κουλουπού).

Στην αρχή σου είχε φανεί λύση ανάγκης να μείνετε μαζί. Στο τέλος καταλήγεις να σου λείπει και να το εκτιμάς που σε ανέχτηκε τόσον καιρό.

Πρόσφατη έγκυρη έρευνα καταδεικνύει ότι στους 3 συγκατοίκους που μένουν μαζί καιρό ο ένας είναι συγκατοικίδιο.

  1. - Πωώ ρε φίλος!! Τί μπουρδέλο γίνεται 'δω μέσα; (κουζίνα) - Τί να κάνω; Λείπει το συγκατοικίδιο αφού... Αν θες νερό, έχει και πλαστικά ποτήρια.

  2. - Θα 'ρθεις ν' αράξουμε για κάνα φόμπα; - Και το συγκατοικίδιο; Δεν θα'ναι σπίτι; - Εε, τέτοια θεούσα που είν' αυτή, έχει ανοσία στα λιβάνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified