Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος όπου το Κόμμα είναι στην Κυβέρνηση και ο Λαός «ασκεί» την εξουσία, (τις περισσότερες φορές, κάνοντας μάτι από την κλειδαρότρυπα των ΜΜΕ). Βρίσκεται σε (τέως) βασιλική περιοχή των Αθηνών, καθώς γειτνιάζει, με τα (τέως) βασιλικά ανάκτορα και έχει απέναντί του τον (τέως) βασιλικό κήπο.
ΣΗΜ.: Περιέργως, στο Μέγαρο δεν υπάρχει φυτεμένος βασιλικός ούτε για δείγμα...

Σαφής Ορισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφέρει ερωτικά σε πάρτυ ή άλλη κοινωνική περίσταση χωρίς όμως να αποκαλύψω το ενδιαφέρον μου και γίνω ρεζίλι σε περίπτωση που το ενδιαφέρον δεν είναι αμοιβαίο.

Η Λένα υπουλέγγιζε τον Τάσο όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τόσο προσεκτικά που εκείνος δεν πήρε χαμπάρι κι έτσι τον κέρδισε μια ξέκωλη που του τά'ριξε χύμα.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)

Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαλλιτέχνης που είναι περισσότερο γκέι και λιγότερο καλλιτέχνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την τέχνη και θανατηφόρες επιπτώσεις για τους θεατές. (Στη Θεσσαλονίκη: Γκεϊλλιτέχνης).

Σιγά ρε μην είναι και ο Coppola! Αυτός ρε είναι κεϊλλιτέχνης. Ωωωωχ με την αδερφάρα τώρα....

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας, εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Tάκη.

Δεν προλαβαίνω να 'ρθω σινεμά, πρέπει να κάνω απουστήρωση. Aύριο έρχεται η μαμά απ' το χωριό.

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετροεπείς θρησκευτικοί ταγοί που καπηλεύονται το όνομα των πεφωτισμένων ιδρυτών θρησκειών με αποκλειστικό στόχο την αυτοπροβολή, καλύτερα ρούχα, διακοπές σε ιδιωτικά γιοτ και φυσικά την καταπίεση και τον εκφοβισμό όλων αυτών που αποκλίνουν έστω και οριακά από το μύθευμα του χρηστού μέσου όρου. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι όταν ήταν μικροί κανένα παιδάκι δεν ήθελε να παίξει μαζί τους γιατρό και νοσοκόμα. Οι πληροφορίες για απωθημένο με την Bibi-Bo παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Ορισμός σαφής. Νομίζω...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified