Τρώω του σκασμού, μέχρι που δεν πάει κάτω άλλη μπουκιά. Με άλλα λόγια, εάν η κοιλιά ήταν ασανσέρ, θα είχε φτάσει στη ταράτσα, δηλαδή στο ανώτατο δυνατό της σημείο. Από το ιταλικό tarrazza.

Wannathanks: Hank

Είχα να φάω από χτες, έτσι μόλις γύρισα την έπεσα στο ψυγείο και τσάκισα τα πάντα όλα, μέχρι που την έκανα ταράτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή τύπου «ντου!», η οποία όμως έχει να κάνει με λιγότερο βίαιες δραστηριότητες από αυτές των μπαχαλάκηδων. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον, σε περιπτώσεις όπου διακρίνουμε πρώτοι μια ευκαιρία για αρπαχτή και τρέχουμε να την εκμεταλλευτούμε.

(1η μέρα εκπτώσεων, πρωί, έξω απο πολυκατάστημα)

- Άνοιξαν οι πόρτες! Γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκεύασμα το οποίο χορηγείται σε περιπτώσεις μπουχτίσματος και καθημερινής τρέλας. Περιέχει τα ενεργά συστατικά: «sick», «of», «it» & «all».

Αντενδείξεις - παρενέργειες: Ζαλάδα, έμετος, υπνηλία, βαρεμάρα, απραξία. Κυκλοφορεί σε δισκία, εναιώρημα και υπόθετα.

Προσοχή: Να μην καταναλώνεται από άτομα που κάνουν ήδη χρήση του σκευάσματος «σταρχιδιαμόλη».
Δίνεται και άνευ ιατρικής συνταγής.

Δε μπορώ άλλο, έχω μπουχτίσει... Θα πάω στο φαρμακείο να πάρω πέντε κουτιά σικοβιτόλη γιατί δε με βλέπω καλά...

Η λήψη του σκευάσματος συνιστάται να συνοδεύεται από ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα το οποίο χρησιμοποιείται μετά από φτάρνισμα (αααα-ψου! => αααα-ψάρια!), για πλάκα, φορ τεχ λουλζ.

Το αυτό.

Βλ. και γείτσες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «ευχαριστώ», κομμένο στο ένα τρίτο, λέγεται συνήθως υποδηλώνοντας ανεμελιά ή βαρεμάρα/παρακμή.

Ααααα-ψάρια!
– Γείτσες!
– Στω!

Ο 1ος διδάξας. (από Jonas, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκτέιλ αμφιλεγόμενης προέλευσης, προκύπτει από τη μίξη/αραίωση ούζου με μπύρα αντί για νερό. Οι αναλογίες ούζου/μπύρας ποικίλουν, ανάλογα με τα γούστα του καθενός.

- Τελικά τον βρήκαμε τον Ιεροκλή, είχε αράξει στα σκαλάκια κι έπινε μπυρούζα...

Nikoai Gogol (από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου, το οποίο προκαλεί απώθηση στους γύρω του, διότι τους δημιουργεί ένα ή περισσότερα αρνητικά συναισθήματα και αντιδράσεις, όπως απέχθεια, τρόμο, αηδία κλπ.
Συναντάται πολλές φορές και στη μορφή «έχω τον ανθρωποδιώκτη», σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο είναι κάτοχος ενός φανταστικού απωθητικού αξεσουάρ (ανθρωποδιώκτης) και υποδηλώνει ακριβώς το ίδιο. Είναι συνήθως αρκετά μειωτικός χαρακτηρισμός, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις περιπτώσεις κατόχων τρελομαγνήτη και μαλακομαγνήτη, όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί μέχρι και ζητούμενο.

- Ρε φίλε, όποτε κάθομαι στο λεωφορείο και μπει μέσα καμιά γκόμενα, προτιμά να μείνει όρθια παρά να κάτσει δίπλα μου. Τον ανθρωποδιώκτη έχω;
- Τι να σου πω ρε μάγκα μου, μάλλον το καραφλάζ που έκανες δεν έπιασε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανάκτησης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο αδικείται καταφανώς και εκφράζει με αυτό το τρόπο το παράπονό του για την αδικία που υπέστη.

- Ρε φίλε, πάλι με έβγαλε από τις υπερωρίες ο Διευθυντής. Γιατί, εγώ δεν δουλεύω όπως και οι υπόλοιποι; Σε πηγάδι κατούρησα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ η ποιητική άδεια (αδεία) είναι η άτυπη ανοχή που τηρείται σε περίπτωση (εσκεμμένης συνήθως) απόκλισης από τις νόρμες και τους καθιερωμένους κανόνες (της ποίησης κυρίως αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, μεταφορικά), η ποιητική αηδία αναφέρεται σε περιπτώσεις απόκλισης σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπου η ύπαρξη της παραμικρής ανοχής θεωρείται αδύνατη.

- Λάκη, είπαμε, καλός ο ατονισμός και ο ασιγματισμός, αλλά εσύ το ξεμούνιασες. Ποιητική αηδία πια...

Η έκφραση ποιητική αδεία είναι δοτική του τρόπου (το ποιητική παίρνει υπογεγραμμένη στην κατάληξή του, αλλά που να τη βρούμε για να τη βάλουμε... :).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified