Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

- Φύγε ρε ψαροκασσέλα που θες και το μονό κρεββάτι στο θάλαμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
Προέρχεται απο τον ήχο που βγάζει το ποντίκι.

- Μάζεψε την ουρά σου ρε σκουίζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Κωλόψαρο θα πήξεις στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Ρε Στραβόγιαννε πού πας; Το καψιμί είναι στο δίπλα κτίριο!

Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, κωλόψαρο, σκουίζ, στραβογαλάς, στραβόγαλο, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

-Ποιος θα πάει μαγειρεία απόψε;
-Βάλε τον Δημητρίου τον νέοπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Μάζεψε την ουρά σου ρε νεοκλή!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

- Από ποιο κέντρο έρχεσαι ρε νιάτο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό είναι αρχικά που αντιστοιχούν στο Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων.

Για τους φαντάρους σημαίνει: Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος..

- Παρουσιάζομαι Κ.Ε.Β.ΟΠ.
- Κουράγιο, Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.

- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!

(από patsis, 21/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική γλώσσα, τα Ιωάννινα.

- Πού υπηρέτησες;
- Στη Τζεδούπολη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified