Επίσης, χαρακτηρίζονται έτσι υβριστικά οι οπαδοί / μέλη της ομάδας του Ολυμπιακού (κυρίως από Παναθηναϊκούς). Εννοείται ως μια ψαροκασέλα γεμάτη με γαύρους.

Για την καθιέρωση της βρισιάς αυτής θεωρώ εύλογο ότι έχει επιδράσει και η κλασική αργκοτική σημασία της ψαροκασέλας ως της παρτόλας γυναίκας (βλ. ορισμό Vrastaman) που μυρίζει ανδρικό σπέρμα, όπως η ψαροκασέλα βρωμάει ψαρίλα.

  1. Ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε τον τίτλο της καλύτερης ομάδας, επικράτησε ... ΡΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΥΣΗΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΑΡΟΚΑΣΕΛΕΣ ΛΕΜΕ. (Εδώ).

  2. Ψαροκασέλα, σου αρέσει να συχνάζεις στα πράσινα μπλογκς, ε; Λογικό, κανείς δεν ξεχνάει αυτόν που του πρωτοέμαθε τον έρωτα! Σας έχει πιάσει κρύος ιδρώτας στο τουρκολίμανο…Εκεί που μας είχατε για διαλυμένους αλλάξανε τα κόζια και τρέμετε γιατί ξέρετε ποιος είναι ο αιώνιος δυνάστης σας…Υπομονή, έχετε χρόνο ως τους τελικούς του Μάη να ξυριστείτε/ντυθείτε/πάτε κομμωτήριο για να μας περιμένετε… (Εδώ η στιχομυθία).

  3. «Οσο για τις ψαροκασελες, τις αφηνουμε στην θλιβερη καταντια τους» εγραψα και ορθα ο εξαδελφος σχολιασε οτι αδικω την ομαδα μπασκετ του ολυμπιακου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

- Φύγε ρε ψαροκασσέλα που θες και το μονό κρεββάτι στο θάλαμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified