Σερβιτσάλι = κλύσμα. Χρησιμοποιείται σκωπτικά, πέραν της καθαρά ιατρικής, μιας και πρόκειται για κλύσμα, ήτοι επί τού πρωκτού.

σαράντα σερβιτσάλια
ένα πάνω στο άλλο
όποιο κι αν πάρεις θα γίνεις καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, ο ατσίδας, αυτός που τα πιάνει στον αέρα.

Είσαι μεγάλη μάρκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο μαλάκας.

Για δες έναν χαβιόλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ο κωλομπαράς.

Είναι μπαρός ο κύριος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης.

Τρεις αδελφάδες είμαστε, κι οι τρεις μπαροβγαλμένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν θυμάμαι καλά, αφορά τις μικροκλεψιές, τον μικροκλέφτη.

Αυτός; Μην το ψάχνεις! Τρεις πους και λακούς, αλεμίκος και τσεπίκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά, τα χρήματα.

Ο μάγκας διαθέτει πολλά τουλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάτι, το μπανιστήρι.

Έκανα ένα φαγκρί!

Φαγκρί (από poniroskylo, 17/09/10)Ο Λογοθετίδης στο ρόλο του Φαγκρή (στο 00:04 ακούγεται το επώνυμο). Εχει ένα μάτι... μα τί μάτι, σκέτο φαγκρί (από GATZMAN, 17/09/10)Ινσέψιο. (από Khan, 10/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ευτραφής, η χοντρή.

Κοίτα μια μπαλόμπα!

παλόμπα μποκιού (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρεις αδερφάδες είμαστε κι οι τρεις μπαροβγαλμένες.
Η μια ξηγιέται κονδυλέ,
η άλλη σκουλαμέντο
κι η τρίτη η καλύτερη
με τρεις σταυρούς στην πούλη.

Ένα καλιαρντό ποιηματάκι ,όπου αναφέρονται κάποιες σεξουαλικές ασθένειες που κόλλησαν,προφανώς λόγω υπερδραστηριότας.Γι αυτό και το ποιηματάκι έχει μια χροιά περηφάνιας.
Κονδυλέ=τα κονδυλώματα.
Σκουλαμέντο= η βλενόρροια.
Τρεις σταυροί= η σύφιλη.Η ασθένεια αυτή μετριώταν,μπορεί και τώρα,δεν το ξέρω,ανάλογα με την σοβαρότητά της σε σταυρούς.Όσο πιο πολλοί σταυροί ,τόσο πιο βαρειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified