Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουλάχιστον. Το «χαλαρά» και το «στάνταρ» έχουν ανάλογη σημασία (μεταξύ άλλων). Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκτιμήσεις μεγεθών.

  1. - Θεόψηλο το κτήριο. Πόσο το κάνεις;
    - Ε, καμιά εκατοστή...
    - Τι λες, ρε, εδώ μιλάμε για ουρανοξύστη, σου λέω τριακόσια μέτρα στο νερό...

  2. - Και θα βγάλεις λεφτά από αυτήν την μπίζνα;
    - Αστειεύεσαι, έχω κάνει τους υπολογισμούς, σου λέω, χίλια διακόσια το μήνα στο νερό.

(από electron, 22/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά το περιστέρι, κυρίως το περιστέρι της πόλης (columba livia). Η παρομοίωση του με το ποντίκι υπογραμμίζει τα πλέον δυσάρεστα χαρακτηριστικά του, όπως την τάση του προς ρύπανση, το ρόλο τον οποίο παίζει στη διάδοση διαφόρων νοσημάτων, τον ανεξέλεγκτο ρυθμό αναπαραγωγής του και την ασχήμια του.

Ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τα περιστέρια των πόλεων, διότι εκεί η παρουσία τους είναι περισσότερο ενοχλητική, καθώς οι απεκκρίσεις τους έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να λερώσουν ανθρώπινες κατασκευές, όπως αυτοκίνητα, βεράντες, ταράτσες, ή ακόμα και τους ίδιους τους ανθρώπους.

- Ένας κύριος στη στάση του λεωφορείου είχε την ατυχία να δεχθεί μία κουτσουλιά από ένα ποντίκι του ουρανού στο κεφάλι του.

- Κατάρα να' χουν τα ποντίκια του ουρανού. Μωρέ ας είναι καλά το δηλητηριασμένο σουσάμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτικά (Παρ.1). Ως αυτούσια φράση χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος χάσκει ή απλώς κοιτά επιμόνως κάτι ή κάποιον, για να του υπενθυμιστεί πως είναι αγενές ή πως μπορεί να τραβήξει την προσοχή επάνω του (Παρ.2).

Έχει επίσης και την παρεμφερή σημασία «μη βεβιασμένα» ή και «φυσικά». Με αυτήν την έννοια περιγράφει πολύ συχνά σινιάλα τα οποία είναι σημαντικό να μη γίνουν πολύ εμφανή λόγω υπερβάλλοντος ζήλου (Παρ.3). Τέλος, μπορεί να σημαίνει απλώς «προσεκτικά» (Παρ.4).

  1. Και που λες, πλησιάζω με τρόπο, να ακούσω τι λένε...

  2. - Ρε συ, για κοίτα τον αυτόν εκεί. Πόσο τόφαλος μπορεί να είναι; (απότομο γύρισμα του κεφαλιού, άνοιγμα στόματος, βλέμμα της αγελάδας που βλέπει τα τρένα να περνούν στραμμένο προς τον περί ου ο λόγος παχύσαρκο):
    - Με τρόπο, ρε, μη γίνουμε ρεζίλι...

  3. Λοιπόν, όπως είπαμε, μόλις τον δεις να έρχεται, βήξε, αλλά με τρόπο, ε; Όχι σαν φυματικός...

  4. Για άνοιξε την πόρτα με τρόπο, να δούμε, έφυγε το κοπρόσκυλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified