Κάθε είδους γυναίκα που ψάχνεται διαρκώς για να πηδηχτεί. Είναι το συνώνυμο του πουτσόδουλη, αλλά στον υπερθετικό βαθμό.

  1. - Ρε Κώστα, είδες τι έγινε πριν με την αδερφή της δικιάς σου;
    - Τι παίχτηκε;
    - Δε προλαβαίνω να της πιάσω την κουβέντα και σε 5 λεπτά μέσα μου δίνει το κινητό της και μου λέει να βγούμε αύριο για ποτό.
    - Ε ναι ρε μαλάκα. Αφού είναι πουτσοπαρακαλιάρα η γκόμενα. Πού να δεις το καλοκαίρι πώς την έπεφτε στο Σπύρο.

  2. - Χθες με πήρε τηλέφωνο η Γιώτα και ήρθε σπίτι μου.
    - Η Γιώτα; Τι κάνει αυτή ρε; Χώρισε και σε θυμήθηκε;
    - Όχι! Τα έχει με τον ΕΠΟΠ 3 χρόνια, γαμιέται με έναν άλλο πιτσιρικά, ε και ήθελε να την γαμήσω κι εγώ... καθ' ότι ο πρώτος της... ξέρεις.
    - Τι να πω ρε μαλάκα. Πουτσοπαρακαλιάρα τελείως δηλαδή.

(από HardcoreGR, 19/09/11)(από HardcoreGR, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία προσποιείται ότι σε γουστάρει, αλλά κατά βάθος αρκείται στο να σε ανάψει και να μην προχωρήσει καθόλου σεξουαλικά.

Προκύπτει από τον συνδυασμό των αγγλικών λέξεων cock (πέος) και tease (πείραγμα). Βλ. (εδώ).

- Βρε μαλάκα, η Εύα σε γουστάρει; Άκουγα πριν στην καφετέρια που σου μίλαγε πρόστυχα.
- Όχι ρε παπάρα, cock tease είναι.
- Δηλαδή;
- Ε τις ίδιες παπαριές μου λέει επί ένα μήνα. Ότι θέλει να την βάλω κάτω, να την γλείψω και κάτι άλλες αρκούδες. Η γκόμενα πολύ απλά παίζει. Όποτε την παίρνω τηλέφωνο ή στέλνω SMS ποτέ δεν απαντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος ενός άντρα ή μιας παρέας αντρών, με σκοπό το καμάκι. Στην προκειμένη περίπτωση, το θήραμα θεωρείται η γυναίκα, γι' αυτό και ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά. Συνήθως η λέξη δένει μέσα σε φράση, όπως «βγαίνω για κυνήγι», «πάω για κυνήγι» κ.ο.κ.

- Ρε πούστη μου φάγαμε άκυρο από την Εύα. Δεν μπορούν οι φίλες της λέει. Οπότε χάλασε το σκηνικό.
- Λες να βγούμε μόνοι μας για κυνήγι;
- Ψήνομαι. Πάμε Γλυφάδα;
- Μπα, τρελός είσαι; Εκεί είναι τίγκα στα cocktease. Πάμε Γκάζι καλύτερα.

(από HardcoreGR, 20/09/11)(από GATZMAN, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του τσιφτετέλικου άσματος του Πάνου Κιάμου «Ολοκαίνουργιος», από το ομώνυμο άλμπουμ του 2011.

Το επίθετο αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος μόλις χώρισε και αισθάνεται «Ολοκαίνουργιος», δηλαδή έτοιμος για νέες κατακτήσεις. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Δε πα να σκάσει μύτη η πρώην μπροστά του, αυτός είναι βράχος. Κοινώς, είναι έτοιμος να βάλει γκολ σε άλλο γήπεδο.

Στίχοι:
[I]Μόλις βρίσκω δύναμη να ζήσω
πάντα κάπου θα σε συναντήσω
είσαι το βασανιστήριο μου
τέτοιο πράγμα ούτε στον εχθρό μου.

Σπάω κι όσο έρχεσαι κοντά μου
πίνω ότι βρίσκεται μπροστά μου
τρέμω αν νομίζω απόψε το 'χω
με μια λέξη να σου πω πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος

Πάλι ξεκινάς τις εξηγήσεις
ήρθες για να το πανηγυρίσεις
κι έτσι επειδή με είδες μόνο
είπες να κεράσεις λίγο πόνο
Όσο με κοιτάζεις και παγώνω
ψάχνεις με τα χέρια σου αν λιώνω
τρέμω μα νομίζω απόψε το 'χω
να σου πω τι κάνω και πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος
Ολοκαίνουργιος (Χ3)[/I]

- Τι κάνεις, είσαι καλά;
- Τι θες εσύ εδώ;
- Νευράκια; Απλά ήρθα να σε δω να μιλήσουμε.
- Ρε άντε και γαμήσου. Χωρισμό ήθελες, τελειώσαμε. Έχω γίνει ολοκαίνουργιος. Πάρε πούλο τώρα γιατί περιμένω ένα νέτο σε λίγη ώρα και θα μου χαλάσεις το κονέ.

(από HardcoreGR, 24/09/11)(από HardcoreGR, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ένωση των αγγλικών λέξεων «no life» που σημαίνει «χωρίς ζωή». Αναφέρεται σε άτομα που το έχουν κάψει με μια ενασχόληση (κυρίως με το PC), τόσο που έχουν ξεγράψει γκόμενες, παρέες, εξόδους, τα πάντα. Κοινώς, είναι σαν να μην έχουν ζωή

(Ορισμός στο Urban Dictionary).

- Θα πεις στον Νίκο να πάμε για κάνα καφέ οι τρεις μας;
- Τι να του πω μωρέ του παπάρα. Αυτός είναι πλέον nolifer. Έχει πάει 85 level στο WoW και λιώνει 12ωρα στο PC.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αρχικά «Away From Keyboard». Το αναφέρουμε για συντομία την ώρα του chat, όταν πρέπει να απομακρυνθούμε από το PC για λόγους ανάγκης (βλέπε τουαλέτα, φαγητό, νερό, τηλέφωνο, πόρτα κι όλα τα συναφή που μας σπάνε τις μπάλες).

(Στο Facebook:)
- Έλα man, είσαι εκεί να σου πω κάτι;
- Ναι ρε, απλά μισό να πάω afk 2 λεπτά να ρίξω ένα κατούρημα κι έρχομαι.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο αναφέρεται στα εξής:

  1. Περίπτωση ατόμου που είναι τόσο καθηλωμένος με κάτι, που στην πράξη είναι λες και τον έχουν «συνδέσει» με καλώδιο. Αναφέρεται συχνά σε καμένους και nolifers.

  2. Όποιος φέρει πάνω του ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εδώ υπάρχουν οι εξής δύο περιπτώσεις: α) Εξοπλισμός υπολογιστή (π.χ. headset), μικρόφωνο τηλεοπτικού παρουσιαστή ή floor manager και γενικά κάθε είδους ηλεκτρονικά καλώδια που εξυπηρετούν μια εργασία.
    β) Κοριός με στόχο την παρακολούθηση συνομιλίας από κατάσκοπο, ντετέκτιβ, αστυνομικό της ασφάλειας κτλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, ο κοριός συνδέεται με live κύκλωμα σε mini van όπου συνήθως οι συνομιλίες παρακολουθούνται από στρουμφάκια.

  3. Άτομο που είναι κολλημένο με μία πεποίθηση, τόσο που δεν ξεκολλάει με την καμία (αναφέρεται και για τις θρησκείες)

Αντίστοιχα παραδείγματα των παραπάνω ορισμών:

  1. - Πάμε στο Σπύρο για καφέ;
    - Άσε με μωρέ με τον μαλάκα. Πήγα χθες για να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα κι αυτός ήτανε καλωδιωμένος 3 ώρες στο Facebook. Γάμησέ τα σου λέω, δεν πάει afk ούτε για τουαλέτα.

2α. - Ελένη, βγαίνουμε live σε 1'!
- Τι λέτε ρε παιδιά; Εδώ δεν είμαι ακόμα καλωδιωμένη, θα έρθει κάποιος να μου περάσει ένα...μικρόφωνο;

2β. - Μπήκε ο δικός σου μέσα στην έπαυλη;
- Ναι.
- Καλωδιωμένος;
- Ναι, κομπλέ. Σε λίγη ώρα θα έχουμε και ήχο.

  1. Το παλικάρι είναι πλέον τίγκα καλωδιωμένος με την θρησκεία. Πιστεύει ότι πρέπει να κάνουμε σεξ μετά τον γάμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε είναι ξέμπαρκος ή μυρωδιάς με μια συγκεκριμένη ιδεολογία, θρήσκευμα και γενικά με οποιοδήποτε αντικείμενο. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για όσους είναι ανεπιθύμητοι σε έναν χώρο η μία παρέα.

  1. - Μωράκι, δε θα μπορέσω να έρθω το Σάββατο στο πάρτι. Έχω raid με την Clan της σχολής στο WoW.
    - Ποιος Clan και ποιο WoW ρε Νίκο; Τι είναι αυτά τα Κινέζικα που μου λές;
    - Ε άστο μωρέ τώρα, τι να σου εξηγώ...αφού είσαι εκτός εκκλησίας.

  2. - Ψήνεσαι να κατέβουμε Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους την Κυριακή;
    - Ναι ρε. Θα πω και στον Βασίλη.
    - Όχι ρε, μη του πεις τίποτα. Αυτός από πέρυσι είναι γραμμένος στη νεολαία του ΛΑΟΣ. Γάμα τον, είναι εκτός εκκλησίας.

  3. - Πες του την Κυριακή να βάλει τον Αντωνίου. Το παιδί βγάζει μάτια. Αμόλα!
    - Πες του ότι ο Αντωνίου είναι εκτός εκκλησίας. Έκλεισε συμβόλαιο με την Liverpool και μεθαύριο πετάει για Αγγλία.

(από HardcoreGR, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλοκρεμαστή μεταβίβαση της μπάλας, που εκτελείται παράλληλα προς το αντίπαλο τέρμα, από έναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη μία πλευρά του γηπέδου, σε ελεύθερο συμπαίκτη που βρίσκεται στην απέναντι. Η κίνηση αυτή γίνεται συνήθως όταν ο κάτοχος της μπάλας είναι μαρκαρισμένος. Με την αλλαγή παιχνιδιού σε ελεύθερο συμπαίκτη, η επιτιθέμενη ομάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους της αμυνόμενης.

- Ρε μαλάκα Λουκά, άλλαξε παιχνίδι με τον Νίκο! Είναι αμαρκάριστος απέναντι, δεν τον βλέπεις;
- Sorry κόουτς.

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος είναι δανεισμένος από τον αντίστοιχο ποδοσφαιρικό «αλλαγή παιχνιδιού» και δηλώνει την πρόθεση κάποιου να αλλάξει το ενδιαφέρον του και να στραφεί σε άλλη γκόμενα προκειμένου να σκοράρει.

  1. - Να πάρω τηλέφωνο την Κατερίνα και την Ηλιάνα να βγούμε;
    - ]Άλλαξε παιχνίδι ρε μαλάκα, όχι με τις ψωνάρες πάλι. Πάρε την Εύα καλύτερα... έχει ωραίες φίλες.

  2. - Θα χωθείς στη Γιώτα; Πως το βλέπεις απόψε;
    - Την βλέπω να μου κάνει τη δύσκολη και την έχει δει, δεν ξέρω. Εσένα σου αρέσει η φίλη της;
    - Όχι. Γάμα το, έλα να αλλάξουμε παιχνίδι. Πάρε εσύ τη Νάντια να χωθώ εγώ στη Γιώτα.

(από HardcoreGR, 06/12/11)(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified