σκ, σουκού, σου κου

Tο σαββατοκύριακο. Είναι αργκό που λέγεται πολύ μεταξύ των φαντάρων κυρίως για να δηλώσουν αν έχουν άδεια ή όχι το σαββατοκύριακο. Αντίστοιχα και πσκ για Παρασκευο-σαββατοκύριακο.

Επιτέλους πήρα σκ έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έντιμος, ο φερέγγυος.

- Νομίζω πως τελικά ο Νίκος μου έκανε μαλακία με τα λεφτά. - Όχι ρε, αποκλείεται. Τον ξέρω τόσα χρόνια και στο εγγυώμαι, είναι σπαθί το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αστυνομικοί, κοροϊδευτικά. Κυρίως τα μέλη της ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και οι τροχαίοι, λόγω της εμφάνισής τους που είναι με μπλέ στολές και άσπρα κράνη και μοιάζουν με τα (πολύ συμπαθή παρά την ομοιότητα αυτή) στρουμφάκια.

Μπλε στολές και άσπρα καπελάκια, αυτοί δεν είναι μπάτσοι, είναι τα στρουμφάκια (παλαιό σύνθημα).

μεγάλη νίλα τα στρουφάκια (από xalikoutis, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια του δημοτικού, σύννεφο είναι η διαδικασία που κάποιος τρώει μαζεμένες φάπες από όλη την τάξη. Συνήθως σύννεφο «τρώνε» οι φρεσκοκουρεμένοι. Το φατούρο. Το μπούγιο.

-Συ-συ-συνεφο, ε-ε-έπεσε, 5-4-3-2-1-0! παφ πλατς μπουφ* -Αααααααααα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπρατσωμένος, ο μποντιμπιλντεράς, το μπιλντέρι, ο σφίχτερμαν, ο υπερβολικά γυμνασμένος που συνήθως το επιδεικνύει όσο και όπως μπορεί, με κολλητά μπλουζάκια, αμάνικα κτλ. Συνήθως μοιάζει με ντουλάπα και δεν χωράει να περάσει από τις πόρτες.

Καλά, εγώ δεν ξαναπάω σε αυτό το γυμναστήριο. Είναι γεμάτο σφίχτες και εκτός ότι κάνουν σαν βλάκες στα όργανα, στα αποδυτήρια κάθονται τσίτσιδοι μπροστά στον καθρέφτη και θαυμάζονται! Μια αηδία!

(από Galadriel, 25/03/11)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός, εις το επανιδείν.

Άντε φεύγω γιατί έχω και κάτι δουλειές να κάνω. Τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς κοροϊδευτικά. Παρομοίωση με τον τράγο λόγω της γενειάδας και των δύο.

Τον βγάλαν στην φόρα τον τραγόπαπα της ενορίας. Εκτός του ότι έκλεβε τα λεφτά της εκκλησίας, γλυκοκοίταζε και τα αγοράκια του κατηχητικού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ι5, δηλαδή η μόνιμη αναβολή από τον στρατό λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Στην Ελλάδα της υποχρεωτικής ακόμα στράτευσης είναι ο νούμερο 1 τρόπος αποφυγής της θητείας.

- Άσε με ρε Νίκο, τέλειωσε η αναβολή που είχα για τις σπουδές και μου ήρθε χαρτί να παρουσιαστώ. - Σοβαρά; Και τι θα κάνεις, θα πας; - Όχι ρε, για μαλάκες ψάχνεις; Μάλλον για τρελόχαρτο θα πάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι στην μόδα. Από το αγγλικό trendy (=μοδάτο, μοδάτος). Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή για αυτούς που ακολουθούν τυφλά την μόδα.

Παραλλαγή: τρέντουλας.

-Κοίτα ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ο Γιώργος που πριν δυο χρόνια μας το έπαιζε σκληρός punk τώρα είναι τρέντουλας και τρέχει στα clubs.

(από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναπτήρας, αλλά στα πολύ αλανιάρικα. Αλλιώς και φόκο.

Πιάσε το τσακμάκι να ανάψω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified