Σλόγκαν σε τοίχους ελληνικών δημόσιων σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αναπαράγεται όμως ακόμα και σε προ δεκαετίας τελειόφοιτους, συνήθως με μισόκλειστα μάτια, τρεμάμενη φωνή, βλέμμα γερακιού προσηλωμένο στην ολοένα και πιο χαμηλωμένη κάφτρα. Συνήθως προφέρεται με τόνο παραίτησης και νοσταλγίας.

- Και κει που λες, άρχισα να λέω στο τσόλι τα δικά μου...
- Αντώνη, ωραία αυτά που λες, αλλά φοβάμαι ότι μυρίζει αλλά... δεν γυρίζει!

Δες και να γυρίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει απειλή, συνήθως με χιουμοριστική πρόθεση, κατά την οποία το υποκείμενο θα εισέλθει στην δράση με θεαμάτικο και βίαιο τρόπο, όπως πχ με μια ιπτάμενη κλωτσιά.

Ο μαλάκας ο Κώστας όλο πούστικα ξηγιέται, θα πάω να τον βρώ στην πλατεία και θα μπω με καρατιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του κουράδα. Αναφέρεται σε κατηγορία του ηλικιακού group 17-23. Ευμεγεθής περιφέρεια, υψηλό ανάστημα, ελληνική ψυχή, μπλουζάκι polo/nautica/ralph lauren, χειμαρρώδες ταμπεραμέντο και ευγενής ενασχόληση με καπιταλοδεξιές φοιτητικές παρατάξεις.

Ενδιαφέροντα: Βόλτα με την μπέμπα, barbecue, συνομωσιολογικές συζητήσεις κατά εβραίων, μασόνων και υπερυπολογιστή των Βρυξελλών. Ουίσκυ και Καρράς.

Θα τον βρείτε: Balux, Sky Roof Garden, Θύρα 13. Μηνιαίο προσκύνημα σε Αράχωβα και Μύκονο για κράξιμο τρέντιδων.

Αυτή η ράδα κάθε βδομάδα τα ίδια.. Γυρνάει με χίλια από Πανταζή , πάει για βρώμικο στον Ληγούρα και πάντα αρχίζει τσαμπουκάδες και μανούρες! Μωρη ράδα...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κοκοτσί, δηλαδή μπάφος με κοκόρι. Μπα(φος) + κό(κα).

Η Ελίζα παλιά έκανε πού και πού κανάν μπάφο, μετά το γύρισε στο μπάκο και πλέον την βλέπω με χίλια για κοκογκόμενα τσιμπουκλού στις χέστρες της παραλιακής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεοτυπική έκφραση σε άτομα νεαρής ηλικίας. Σε περίπτωση που κάποιος σκύψει σε γωνία 90+μοιρών και εμφανιστεί η κωλοχαράδρα του, αμέσως κάποιος από πίσω του θα τον καλαμπουρίσει είτε τοποθετώντας μία κάρτα αναλήψεων αν είναι εύκαιρη, στην σχισμή, είτε θα διερωτηθεί ρητορικά «κάρτα παίρνει».;

-Έ μαλάκα, χαρτάκια έχεις;
-Μου πέσαν κάτω από το τραπέζι, σκύψε αν σου βαστάει.
(σύντομη παύση)
-Κάρτα παίρνει;
-Κάτω τα ξερά σου ρε κίναιδε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρμάδα από στυλούς, μαρκαδοράκια, μηχανικά και συμβατικά μολύβια στοιβαγμένα σε κιτς βαζάκι στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, από τα οποία ούτε ένα δεν φτάνει να γράψει μία πρόταση χωρίς να καταλήγεις να χαρακώνεις το χαρτί, ελέω ξεραμένου μελανιού.

Στις κρίσιμες στιγμές που μιλάς στο τηλέφωνο και πρέπει να γράψεις τάχιστα έναν αριθμό, σε προδίδουν όλα τους. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να παραμένουν ως και 10 χρόνια στο βαζάκι χωρίς να τα πετάξει κανείς.

- Ε, μάνα, φέρε έναν στυλό γρήγορα να γράψω μία διεύθυνση!
- Ορίστε παιδί μου!
- Ε, αυτό δεν γράφει μία, φέρε άλλο.
- Αυτό σου κάνει;
- Κανένα τους δεν γράφει γαμώ τους δεγράφυλλους μου. Στείλ' τα στον κάδο τα γαμημένα!
- Ε, όχι, αυτά ήταν τα parker παππού σου του Γιώργου (μπλα μπλα μπλα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μεταξύ 35-50 με φαλακρίτσα, λαδωμένο μαλλί που ασπρίζει, ψηλόλιγνος με υποψία καμπούρας πενταβρώμικα ρούχα.

Συναντάται σε περιοχές όπως δικαστήρια, μουσείο, Αχαρνών, καβατζωμένα παρκάκια και συνδέσμους οργανωμένων ανά την επικράτεια. Δεν μπλέκεται σε σκηνικά και dealιές, παρά επιβλέπει αθόρυβα. Αγαπημένες του συνήθειες η φέρμα, το άραγμα για πρωινό καφεδάκι στην Μενάνδρου και χοροπηδητό σε κάγκελα σταδίων.

- Χθες βραδάκι που βόλταρα Αθηνάς με τον Μιχαλιό, παίζει να είδα φευγαλέα τον πρύτανη!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανικό χόρτο, γνωστό επίσης ως μπάμπανος, μπαμπάνι.

Διακρίνεται από την ελεεινή γεύση πέραν φωτεινών εξαιρέσεων, μηδενικό κλάσιμο, χαμηλή τιμή, αρρωστιάρικο διαρροιές χρώμα και πληθώρα σπορακιών που παραπέμπουν μάλλον σε συσκευασία από φακές.

- Καλά Βασιλούκο, φέραμε μια αρχι-μπαμπάνα...σκέτη ρίγανη μαν!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified