Αναψυκτήριο-καφετέρια παρακείμενη της πλατείας Ομονοίας. Κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό της όνομα. Τακτικοι του θαμώνες, πρεζάκια, dealέρια, απεξαρτημένοι, κλεφτρόνια, μπουμπλάκηδες.

Ο δείκτης επικινδυνότητας της απασχόλησης στο πρεζοκαφέ, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, αγγίζει επίπεδα στρατιωτικής θητείας στην Βαγδάτη.

- Λοιπόν, πετάγομαι πρεζοκαφέ να τσιμπήσω έναν lungo espresso. Θες τίποτα;
- Έναν στρέττο στρεττίσιμο με μπόλικη ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεοτυπική έκφραση σε άτομα νεαρής ηλικίας. Σε περίπτωση που κάποιος σκύψει σε γωνία 90+μοιρών και εμφανιστεί η κωλοχαράδρα του, αμέσως κάποιος από πίσω του θα τον καλαμπουρίσει είτε τοποθετώντας μία κάρτα αναλήψεων αν είναι εύκαιρη, στην σχισμή, είτε θα διερωτηθεί ρητορικά «κάρτα παίρνει».;

-Έ μαλάκα, χαρτάκια έχεις;
-Μου πέσαν κάτω από το τραπέζι, σκύψε αν σου βαστάει.
(σύντομη παύση)
-Κάρτα παίρνει;
-Κάτω τα ξερά σου ρε κίναιδε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρμάδα από στυλούς, μαρκαδοράκια, μηχανικά και συμβατικά μολύβια στοιβαγμένα σε κιτς βαζάκι στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, από τα οποία ούτε ένα δεν φτάνει να γράψει μία πρόταση χωρίς να καταλήγεις να χαρακώνεις το χαρτί, ελέω ξεραμένου μελανιού.

Στις κρίσιμες στιγμές που μιλάς στο τηλέφωνο και πρέπει να γράψεις τάχιστα έναν αριθμό, σε προδίδουν όλα τους. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να παραμένουν ως και 10 χρόνια στο βαζάκι χωρίς να τα πετάξει κανείς.

- Ε, μάνα, φέρε έναν στυλό γρήγορα να γράψω μία διεύθυνση!
- Ορίστε παιδί μου!
- Ε, αυτό δεν γράφει μία, φέρε άλλο.
- Αυτό σου κάνει;
- Κανένα τους δεν γράφει γαμώ τους δεγράφυλλους μου. Στείλ' τα στον κάδο τα γαμημένα!
- Ε, όχι, αυτά ήταν τα parker παππού σου του Γιώργου (μπλα μπλα μπλα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μεταξύ 35-50 με φαλακρίτσα, λαδωμένο μαλλί που ασπρίζει, ψηλόλιγνος με υποψία καμπούρας πενταβρώμικα ρούχα.

Συναντάται σε περιοχές όπως δικαστήρια, μουσείο, Αχαρνών, καβατζωμένα παρκάκια και συνδέσμους οργανωμένων ανά την επικράτεια. Δεν μπλέκεται σε σκηνικά και dealιές, παρά επιβλέπει αθόρυβα. Αγαπημένες του συνήθειες η φέρμα, το άραγμα για πρωινό καφεδάκι στην Μενάνδρου και χοροπηδητό σε κάγκελα σταδίων.

- Χθες βραδάκι που βόλταρα Αθηνάς με τον Μιχαλιό, παίζει να είδα φευγαλέα τον πρύτανη!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανικό χόρτο, γνωστό επίσης ως μπάμπανος, μπαμπάνι.

Διακρίνεται από την ελεεινή γεύση πέραν φωτεινών εξαιρέσεων, μηδενικό κλάσιμο, χαμηλή τιμή, αρρωστιάρικο διαρροιές χρώμα και πληθώρα σπορακιών που παραπέμπουν μάλλον σε συσκευασία από φακές.

- Καλά Βασιλούκο, φέραμε μια αρχι-μπαμπάνα...σκέτη ρίγανη μαν!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της σοκολάτας, ήτοι, το χασίς.

Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.

- Λοιπόν Κούλη φτιάξε βανατζί, Μήτσο κόλλα, όσο εγώ θα μακαρονιάζω την λάτα!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης Φέος και παραπέμπτει σε φενγκ σούι λόγω της χαλάρωσης που επιφέρει.

Νικολάκη, αυτό το Φενγκ που έφερες με έχει κάνει Βούδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη «κολατσ(ι)ό» και στην αργκό των skateάδων δηλώνει φούντα, μαύρο, χορτί, βρομά, γλάρο, ρο, τσιγαρλίκι.

Καλά μάγκες, χθες ρούφηξα ένα τσιό με τον Κυριάκο, πάω να κάνω ένα 360 και έφαγα τα μούτρα μου. Πιάνο η οδοντοστοιχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυρωδιά που αναδίδει ένας γλάρος σε περίπτωση που υπάρχουν μέσα του σπόροι χασισόδεντρου (π.χ. μπαμπάνα).

Συνοδεύεται από ένα ελαφρύ παφ-παφ (βλέπε «μου την σπάει που τα σποράκια κάνουν παφ-παφ») και έντονη μυρωδιά μπριζόλας, ήτοι μπριτζολίλα!

Έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αντρική γονιμότητα και προκαλούν πονοκέφαλο.

Ρε μαλάκα Μήτσο, σίγουρα ξεσπόριασες; Barbecue το κάναμε πάλι! Κάθε τζούρα και μπριτζολίλα! (Από εδώ)

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified