Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει αδιαφορία.

Συχνά στον παρατατικό, συναντάται και ως τ' αρχίδια μου κουνιόσαντε, από τοπική διάλεκτο της Πελοποννjήσου.

- Είδα τη Μαρία προχθές.
- Καλά, τ' αρχίδια μου κουνιόντουσαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified