Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.
Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.
Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.
Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.
Για συνώνυμα δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.
Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.
Δες και ψόφος στο cySlang.com. Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.
1.- Τζιμάνι ο γιος σου Μήτσο, τό 'πιασε αμέσως το υπονοούμενο.
Got a better definition? Add it!
Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.
— Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.
Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.
Got a better definition? Add it!
Αδερφάρα, εντελώς θηλυπρεπής άντρας.
Ρε συ γνώρισα τον Μάκη χτες... Τι κραγμένη που είναι ρε παιδιά, και νόμιζα ότι ήταν σοβαρό παιδί!
Βλέπε και τελειωμένος/-η.
Got a better definition? Add it!