Δίκροκες ονομάζονται δύο γκόμενες που είναι κολλητές. Πάνε παντού μαζί, είναι συνέχεια μαζί, κοινώς «αυτοκόλλητες». Πάνε δυο-δυο, σαν το δίκροκο αυγό.
- Μόλις πέρασαν η Μαρία με την Έφη.
- Πολύ ωραίες δίκροκες...
Δίκροκες ονομάζονται δύο γκόμενες που είναι κολλητές. Πάνε παντού μαζί, είναι συνέχεια μαζί, κοινώς «αυτοκόλλητες». Πάνε δυο-δυο, σαν το δίκροκο αυγό.
- Μόλις πέρασαν η Μαρία με την Έφη.
- Πολύ ωραίες δίκροκες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπουλούκι, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, το μπούγιο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στιγμές ξαφνιασμού. Το μπουλογιόλι συνήθως αποτελείται από γυναίκες.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κότα, ο χεσμένος άντρας, συνήθως 15-30 χρονών, που το παίζει μάγκας ενώ είναι μεγάλη κότα (τρώει πίτουρα όπως οι κότες).
- Ο Χρήστος είπε πως αν σε πετύχει θα σε μαυρίσει στο ξύλο.
- Τι να κλάσει μωρέ ο πίτουρας να πούμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρσενικό της ζαργάνας, κάποιος ο οποίος είναι τρυφερός με τις γυναίκες, συνώνυμο του γουτσουγουτσουνιάρης.
- Τι θα φάμε απόψε Σούλα;
- Ό,τι θέλει ο ζαργανιάρης μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υπερβολικά μικρό πέος, μέγεθος σφυρίχτρας. Προέκυψε από την έκφραση: «έλα να στον σφυρίξω».
Το πουλί του Κώστα σαν σφυρίχτρα είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αλκοολικός, αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών, συνώνυμο του «μπεκρής».
- Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις τον κυρ Γιώργη, στο καφενείο είναι...
- Γαμησέ τα, νταμιζάνας μεγάλος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρσενικό το οποίο τηρεί πιστά την παροιμία: «ο κουμπάρος την κουμπάρα δυο φορές την εβδομάδα», δηλαδή έχει σεξουαλική επαφή με μία η περισσότερες απ' τις κουμπάρες του.
-Καλώς τον Γιώργη τον κουμπαρά!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μυτζήθρας λέγεται αυτός που έχει υπερβολική πιτυρίδα, σαν να βγάζει μυτζήθρα απ' το κεφάλι.
Ρε μαλάκα με τι σαμπουάν λούζεσαι; Έχεις γίνει μυτζήθρας να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κουλουράκιας λέγεται κάποιος ο οποίος τρίβει συνεχώς τα χέρια του (σαν να πλάθει κουλουράκια). Τις περισσότερες φορές λόγω κρύου, η κάποιας ενοχλητικής ουσίας που αγγίζουμε.
-Έχουμε έναν καθηγητή, που τρίβει τα χέρια του συνεχώς.
-Ο κουλουράκιας ο ίδιος!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified