Το αρσενικό το οποίο τηρεί πιστά την παροιμία: «ο κουμπάρος την κουμπάρα δυο φορές την εβδομάδα», δηλαδή έχει σεξουαλική επαφή με μία η περισσότερες απ' τις κουμπάρες του.
-Καλώς τον Γιώργη τον κουμπαρά!!!
Το αρσενικό το οποίο τηρεί πιστά την παροιμία: «ο κουμπάρος την κουμπάρα δυο φορές την εβδομάδα», δηλαδή έχει σεξουαλική επαφή με μία η περισσότερες απ' τις κουμπάρες του.
-Καλώς τον Γιώργη τον κουμπαρά!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χοντρός. Το υπερβολικά χοντρό παιδί.
- Ρε μαλάκα τι το ταϊζεις το παιδί; Σαν κουμπαράς είναι...
- Το «σαν» τι το θέλεις; Κουμπαράς σκέτος χωρίς χερούλια είναι. Το είπα στη γυναίκα να σταματήσει τις τηγανητές πατάτες...
Βλ. και χοντρομπαλάς, ο, μπουλούκος, o, liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τσιγκούνης, που κρατάει όλα του τα χρήματα και δεν ξοδεύει.
- Τι λες, θα πάρουμε άλλη μια μπύρα;
- Άσ'το, το μαγαζί εδώ είναι ακριβό, δε θέλω να χαλάσω άλλα.
- Μα τι κουμπαράς που είσαι!
Got a better definition? Add it!
Αυτοκίνητο (συνήθως) που βγάζει συνεχώς προβλήματα και θέλει να του ρίχνεις συνεχώς λεφτά. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα μηχανήματα (π.χ. βάρκες) και, σπανιότερα, για σπίτια.
- Αχ, ερωτεύθηκα ...
- Ποιαν, ρε; Την ξέρω; Όνομα;
- Τζούλια ... Αααχ ...
- Τζούλια; Δεν την ξέρω ... Ελληνίδα είναι;
- Όχι ... Ιταλίδα ... Αααχ ... άααχ ...
- Ιταλίδα, ε; Και πόσω χρονών είναι ...
- Του '72 ...
- Μεγάλη, ρε ... Κοντεύει τα 40
- Ναι, αλλά είναι σε άριστη κατάσταση ... 160 τελική και 12.6 τα 100 επιτάχυνση ...
- Επιτάχυνση; Καλά, ρε μαλάκα, για αυτοκίνητα μιλάμε τόση ώρα;
- Εμ, γιατί μιλάμε ... Μια Αλφα Ρομέο Τζούλια GT 1300 Tζούνιορ ... σε τιμή ευκαιρίας ... Την έκλεισα και αύριο πάω να την πάρω ...
- Όχι, ρε αγόρι μου ... μη το κάνεις αυτό ... κουμπαράς σκέτος είναι ... είχε ο Πάνος και την έδωσε προ διετίας ... συνέχεια τούβγαζε κάτι και δεν μπορούσε να βρει κι ανταλλακτικά ... άσ' το, μεγάλε ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified