Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέφτουλας, που πάντα τελικά αποδεικνύεται καληνύχτας και αεροβόλο διότι οι γκόμενες σακουλεύονται το ποιόν του και κόβουν λάσπη εγκαίρως.

Είναι πάντα σπαζαρχίδης και ενοχλητικός, γελοίος, σαλιάρης και το όνομά του –σαύρα– προέρχεται από την κίνηση της γλώσσας του (παλίνδρομη) που την χρησιμοποιεί για «γλείψιμο», όχι κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά.

Επίσης είναι τύπος πανομοιότυπος με τον παρηγορητή κι αλλιώς λέγεται και ύαινα.

Τακιμιάσατε με τον Λακη μαρή Γωγώ;
— Άσε με ρε συ Σούλα με τη σαύρα, μιλάμε για πολύ σαλιάρης ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαύρα ή σαυρί: Το εξαιρετικά χαμηλωμένο αυτοκίνητο, αυτό που «σέρνεται» στην άσφαλτο όπως η σαύρα.

- Πήγα κι άλλαξα ελατήρια και λάστιχα στο 106. Πρέπει να'ρθεις να το δεις. Σαυρί το 'κανα.

Βλ. και σαυρίδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.

- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.

Βλ. και λίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified