Αυτός που έχει φάση, που είναι κάβλα. Ο εντάξης, ο ξήγας.
Τον πάω πολύ τον Πέτρο... καβλέας... όποτε μιλάμε σκάμε στα γέλια.
Αυτός που έχει φάση, που είναι κάβλα. Ο εντάξης, ο ξήγας.
Τον πάω πολύ τον Πέτρο... καβλέας... όποτε μιλάμε σκάμε στα γέλια.
Got a better definition? Add it!
Το εντάξει, αλλά όχι πολύ θετικά. Με μια μετριοπαθή και βαριεστημένη διάθεση, χωρίς ενθουσιασμό.
- Πώς τα πάτε με τη Λίλα; Τα βρήκατε;
- Ντάαααξ μωρε, καλά τα πάμε.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο την έκφραση παλεύω και σημαίνει κάτι που δεν είναι τέλειο, αλλά είναι ίσα ίσα ανεκτό.
-Είναι καλό το νερό ή μπούζι;
-Νταξ, παλεύεται μωρέ.
Σχετικά:
μπαλεύω,
απαλεψιά, -ιές,
την παλεύω,
δεν την παλεύω κάστανο,
δεν την παλεύω,
αντιπαλευόν, το
Got a better definition? Add it!
Το πολύ παγωμένο.
- Μπρρρρ!!! Μπούζι η θάλασσα!
- Θα αφήσουμε τις μπύρες στο ψυγείο μέχρι να γίνουν μπούζι.
Got a better definition? Add it!
Ο ξηγημένος, ο σωστός.
- Κλείσαμε ραντεβού με τον Πάνο. Λες να έρθει;
- Σίγουρα, είναι ξήγας ο Πάνος.
Got a better definition? Add it!
Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.
- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!
Got a better definition? Add it!
Δύο ατομάκια που έγιναν γνωστά στις αρχές του '90, από μια κασέτα με φάρσες που έκαναν στο τηλέφωνο. Τα έχωναν πολύ άγρια (βόθρος το στόμα τους) και ήταν πολύ ετοιμόλογοι.
Διαδόθηκαν στο ίντερνετ γύρω στο 2000 όταν οι φάρσες κυκλοφόρησαν σε mp3 απο διάφορα σάιτ.
(από φάρσα)
- Τον Λέντη θα ήθελα.
- Ποιον Λέντη;
- Τον πούτσο μου τον λεβέντη!
Got a better definition? Add it!
Το χυμείο, ο αραχτός, ο αρντάν, που δεν τον νοιάζει τίποτα σοβαρό, συνήθως σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Σε αυτές τις «οδούς» υποτίθεται οτι μένει κάποιος άπαρτος, μουνοβοσκός ή κάποια που πιάνει αράχνες.
- Τι κάνει η Λίλα; Παντρεύτηκε;
- Τι να παντρευτεί ρε; Είναι αγαμήτου και απάρτου αυτή.
Got a better definition? Add it!
Κάτι απίστευτο. Που είναι δηλαδή στην «Οδό Απιστεύτου».
Καλέ τι έμαθα; Χωρίσατε; Απιστεύτου! Εσείς πηγαίνατε για νυφικά!
Δες και γενική αντί ονομαστικής.
Got a better definition? Add it!