Ουσιαστικό αρσενικό μονογενές.

Ο κατ 'επάγγελμα κατά συρροήν και καθ' έξιν διακοψιματίας-αντιρρησίας. Ενδημεί στα πάνελς (tres chic) και μοναδικό σκοπό έχει να ανεβάζει στα ύψη την πίεση συνομιλητών τε και τηλεθεατών.

Υπάρχειβεβαίως βεβαίως και αυτός της διπλανής πόρτας, μη υστερών κατελάστιχον των αστέρων του γυαλιού.

Άτομα ψυχο...τέτοιο και ψυχο...έτσι.Τον ψυχολόγο μου μέσααάα... Δε θυμάμαι πως μου τα είπε ο παλιομλκς. Αλλά και πάλι πώς να θυμάμαι αφού τον διέκοψα.

  1. Μαμά:
    Βρε πουλάκι μου τι θα πει δε μου αρέσουν τα σαλιγκάρια; Δοκίμασε πρώτα. Μην είσαι απεναντίας.

  2. Βρασίδα μου, μήπως δεν είναι καλή ιδέα να βγείτε για ψάρεμα με 8 μποφόρ;
    Απεναντίας: Περμαθούλα μου. Μ'αυτόν τον καιρό βγαίνουν οι καλύτεροι λούτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνένωση των προσταγών «άντε, φέρε», με ταυτόχρονη παράλειψη του τελικού «ε».

Η λέξις πλέον, με την κατάλληλη προφορά, αποπνέει μια γαλλοπρεπή esscence μεγαλοπρέπειας.

Προσφώνηση η οποία αντικαθιστά το όνομα του προσώπου, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.

Αυτός που όλοι τον στέλνουν να φέρει κάτι: ο groom του ξενοδοχείου.
Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βοηθός.

  1. Receptionist: - «Αντεφέρ», πετάξου στο περίπτερο να φέρεις την εφημερίδα του κυρίου Παπαρίδη!

  2. Άντε φέρε τα χρεωστικά απ' το bar γιατί έχω αναχωρήσεις, και μετά τις βαλίτσες της κυρίαςτου (1)69.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε μουνί της λάσπης.

Χρησιμοποιείται από παρμένους ακαδημαϊκού επιπέδου.

Το αρχίδι, το μουνόπανο, ο γλοιώδης, ο τρικάριολος καρακαριώλης, ο που δεν τον πιάνεις στο στόμα σου γιατί πρέπει να το πλένεις τρεις μέρες.

Μου χρωστάει έξι μηνιάτικα και ποιεί την νήσσα, το αιδοίο του έλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει να έχει ειπωθεί από τον Τρισμέγιστο Γκουζγκούνη.

Χρησιμοποιείται προς κατάδειξη του μεγέθους της γκαύλας που προκαλεί το εκάστοτε (περί ορέξεως ή ονειρώξεως: μπουγαδοκόφινο) αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω πω μανάρα μου τι καυλωνικό μ....κι 'ν' αυτό;

  2. Ρε μαν προχτές πήρα μια 3d tv και έχω λιώσει στο παρακολουθείν. Πολύ καυλονική περίπτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω τόσα πολλά, όσα και τα αδρόνια που υπάρχουν στο σύμπαν, το οποίο παρεμπίπταμπλυ γαμιέται μονίμως με θέρμη περισσή, ιδίως όταν μας αναγκάζει να πληρώνουμε.

Πιάστηκα μαλάκας και πληρώνω αδρά, αβέρτα κουβέρτα, τα γαμησιάτικα ή απλά έτσι επειδή γουστάρω για να κάνω το κομμάτι μου.

'Η και αδρονίως. Πώς λέμε εναγωνίως; ένα τέτοιο πράγμα.

Ένας μάγκας δεν πληρώνει ποτέ την νύφη, τα σπασμένα, το μάρμαρο... Απλά πληρώνει αδρονίως γιατί έτσι πρέπει και γιατί μπορεί.

  1. Λέλος προς φίλο Βρασίδα:
    - Θυμάσαι που μου είχες πει να μην κάνω καμία μαλακία και νυμφευθώ το Λίλιαν;
    - Ννναί...
    - Την έκανα!._ Έκτοτε τότε πληρώνω αδρονίως.
    - Μμμου χαθείς παλιό χλεχλέ...

  2. - Κοκάλωσέ το, θα στουκάρουμε τη φεράρι (εννοείται σταματημένη στο φανάρι)!
    - Μη μασάς αγορίνα μου, πληρώνω αδρόνια άμα λάχει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified