Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.

- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με παράτησαν.

- Πήγαμε σ' ένα κωλάδικο χθες, χάλια. Σιγά-σιγά την κοπάνισαν οι φίλοι μου και μ' άφησαν μπουκάλα. Βλέπεις εγώ ντρεπόμουνα να φύγω, γιατί με είχε καλέσει ο ιδιοκτήτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.

Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;

Γιαούρτι Δορκάδος σε τσανάκες (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμπνευση.

Εκεί που είχα αρχήσει να απελπίζομαι, μού 'ρθε μία φλασιά! Πήρα μια κλήση από ένα άλλο αυτοκίνητο και την έβαλα στο δικό μου!

Ο Κύρος Γρανάζης (από vikar, 22/05/14)

Από το φλας της φωτογραφικής μηχανής, υποδηλώνει την ξαφνική «φώτιση».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).

- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.

- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γκέι, κατά το «το πάω το γράμμα», «τη σιδερώνω την γραβάτα» κ.λπ.

- Αυτός ο Γρηγοράκης, που σπουδάζει μεταλλειολόγος, πολύ χαριτωμένος δεν είναι:
- Μου φαίνεται ότι φοράει το σακάκι του κι από την άλλη.
- Δηλαδή:
- Ε! Πώς το λένε... Το πάει το γράμμα. Την χαλικώνει τη γεώτρηση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι. Κλασσική έκφραση του παλιού, καλού καιρού.

- Ευγενικό παιδί ο Κωστάκης της κ. Φωφώς!

- Καλός είναι κ. Τζένη μου, άκουσα όμως ότι είναι τοιούτος!

- Καλέ Χριστός και Παναγία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified