Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Got a better definition? Add it!
Με παράτησαν.
- Πήγαμε σ' ένα κωλάδικο χθες, χάλια. Σιγά-σιγά την κοπάνισαν οι φίλοι μου και μ' άφησαν μπουκάλα. Βλέπεις εγώ ντρεπόμουνα να φύγω, γιατί με είχε καλέσει ο ιδιοκτήτης.
Got a better definition? Add it!
Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.
- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!
Βλέπε και πουρουφάν.
Got a better definition? Add it!
O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.
Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;
Got a better definition? Add it!
Έμπνευση.
Εκεί που είχα αρχήσει να απελπίζομαι, μού 'ρθε μία φλασιά! Πήρα μια κλήση από ένα άλλο αυτοκίνητο και την έβαλα στο δικό μου!
Από το φλας της φωτογραφικής μηχανής, υποδηλώνει την ξαφνική «φώτιση».
Got a better definition? Add it!
Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).
- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!
Got a better definition? Add it!
Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.
- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!
Got a better definition? Add it!
Είμαι γκέι, κατά το «το πάω το γράμμα», «τη σιδερώνω την γραβάτα» κ.λπ.
- Αυτός ο Γρηγοράκης, που σπουδάζει μεταλλειολόγος, πολύ χαριτωμένος δεν είναι:
- Μου φαίνεται ότι φοράει το σακάκι του κι από την άλλη.
- Δηλαδή:
- Ε! Πώς το λένε... Το πάει το γράμμα. Την χαλικώνει τη γεώτρηση!
Βλ. και παίρνω τον πούλο, το πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι. Κλασσική έκφραση του παλιού, καλού καιρού.
- Ευγενικό παιδί ο Κωστάκης της κ. Φωφώς!
- Καλός είναι κ. Τζένη μου, άκουσα όμως ότι είναι τοιούτος!
- Καλέ Χριστός και Παναγία!
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.
- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!
Got a better definition? Add it!