Άνω-κάτω.
Μεθύσανε και ρημάξανε το μαγαζί. Τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αρχικά του Εκ Λόγων Παρατεταμένης Αγαμίας. Αναφέρεται σε ιδιότροπη ή νευρωσική συμπεριφορά ατόμων με σεξουαλική αποστέρηση (γεροντοκόρες, άγαμοι κληρικοί κλπ).
- Τα νεύρα σου έχεις σήμερα πάτερ μου.
- Τι να κάνω κι εγώ. Ε.Λ.Π.Α. βλέπεις! (αυτοσαρκασμός!)
Got a better definition? Add it!
'Ατομο χωρίς κοινωνική ή οικονομική επιφάνεια (απο το 'Αρρωστος, 'Αστεγος, 'Αφραγκος και λοιπά Άλφα).
- Πώς πήγε η εφημερία χθες;
- Γέμισε το νοσοκομείο με 3Α...
Got a better definition? Add it!
Ο βλάχος (από τον χαρακτήρα του Χάρρυ Κλυν την δεκαετία του '80).
- Κοίτα πώς είναι! Λες και κατέβηκε από τα γκράβαρα, ο Τραμπάκουλας!
Got a better definition? Add it!
Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.
Υποτιμητικός όρος για γυναίκα με κακό χαρακτήρα. Συνώνυμο: γαϊδούρα.
Κοίτα αυτήν τη φοράδα, σαν τον μασίστα είναι!
Την παρακάλεσα αλλά δεν με εξυπηρέτησε, η φοράδα! (για λεπτοκαμωμένη γυναίκα δεν ταιριάζει)
Got a better definition? Add it!
γαμιστρώνας, γαμηστρώνας
Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.
Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.
Got a better definition? Add it!
Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.
- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)
Got a better definition? Add it!
Κουρεμένο γίδι: λεγότανε παλιά που ήταν της μόδας τα μακρυά μαλλιά, για κάποιον που ήταν υπερβολικά κουρεμένος.
-Πώς κουρέυτηκες έτσι ρε! Σαν κουρεμένο γίδι είσαι!
Got a better definition? Add it!
Ή σκέτο "σακούλααααα!"
Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.
Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»
Got a better definition? Add it!