Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εμπλακεί σε δυσάρεστες ή περίπλοκες καταστάσεις ή γίνει μάρτυς αυτών.

- Τι έγινε ρε Ιεροκλή;
- Άσε ρε Μνησικλή... Μ' έπιασε η Λίτσα με την πρώην μου και μας άκουσε όλη η πολυκατοικία. Τριμπούρδελο γίναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.

  2. Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.

  1. α)-Πώς με κόβεις με το καινούριο παπί; -Χλιδάντερος! Μιλάμε για τρελή μουνοπαγίδα!

β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!

  1. -Κοίτα ρε τον πούστη τον Γιώργο... Έχει δυο φράγκα παραπάνω και τσιμπάει όποιο γκομενάκι του γυαλίσει.
    -Είδες; Το παίζει χλιδάντερος για να μας τη σπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος, μη έχοντας άλλους τρόπους να γίνει αρεστός ή να έλξει την προσοχή, προβάλλει τα επιτεύγματα, τις γνωριμίες, τα υπάρχοντά του ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του για να ανέβει στην υπόληψη των άλλων. Η επίδειξη την οποία συνήθως επιστρατεύουν οι άρρενες προς επίτευξιν πήδουλου...

Ύστερα από σούζα μηχανόβιου:
-Κόψε κάτι ρε μάγκα! Πούλα μούρη σε κάνα γκομενάκι, όχι σ'εμάς...

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως "μουνόπορδος", και λαμβάνει χώρα κατά την απομάκρυνση του ανδρικού μορίου από τον κόλπο κυρίως όταν έχει προηγηθεί sex στα 4, καθώς ο αέρας που είχε συσσωρευθεί στο γυναικείο όργανο κατά τη διάρκεια της πράξης, απελευθερώνεται.

(κοπέλα) -Φρρρραπ!
(αγόρι) -Τί ήταν αυτό; Μουνόπορδος ή η φασολάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.

Σε παραλία νησιού ή κάμπινγκ:
— Ε, Μήτσο, κόζαρε τον τύπο εκεί κάτω! Έχει απλώσει την αφάνα του σ' όλη την παραλία, γρατζουνάει το όργανο και μας το παίζει και γαμιάς...
— Άσε, τον είδα... Γέμισε ο κόσμος ρασταφάρια!

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την εμφάνιση ενός προσώπου σ' έναν χώρο. Το ρήμα χρησιμοποιείται όταν η εμφάνιση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή την διαδέχτηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα. Απαντάται συνήθως στο γ' ενικό πρόσωπο και συντάσσεται συχνά με το ουσιαστικό μύτη.

  1. Έχουμε αράξει που λες, και σκάει ο Γιώργος με τη Ducati... Λιώσανε τα γκομενάκια, κρίμα το ψήσιμο που ρίχναμε...

  2. Θα τρώγαμε πολύ ξύλο αν δεν έσκαγε μύτη ο Νίκος που τους ήξερε και μας ξελάσπωσε!

σκάει ένας παλαιστίνιος σ\' ένα μπαρ... (από jesus, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified