Λέξη αμιγώς ποκερίστικη, γι' αυτόν τον λόγο και ο τόνος της ερμηνείας θα είναι ανάλογος. Τριμπούρδελο λοιπόν, έχουμε όταν ένας παίχτης έχει «3 όμοια» ή αλλιώς «3 of a kind», αδιάφορο για το πώς προέκυψε, δηλαδή με λοζέ στο χέρι και το τρίτο χαρτί να βρίσκεται στα com cards ή το ανάποδο.

Η πιο συνήθης χρήση του όμως είναι στις καταστάσεις draw, στην προοπτική - ενδεχόμενο, βάσει της παρτίδας ένας παίχτης μπορεί να έχει τα τρία όμοια.

Την φράση αυτή ο γράφων την άκουσε σε τραπέζια της συμπρωτεύουσας, για το ιστορικό της υπόθεσης. Σημειωτέον ότι ΔΕΝ ακούστηκε ΠΟΤΕ ο όρος «τριμπούρδελος» για να χαρακτηρίσει το έχοντα τον παραπάνω συνδυασμό.

  1. Σε λοζέ πεντάρια σκάει μούρη στο river τρίτο πεντάρι. Μετά τα bets κάνουμε show down και λέω: έχω το τριμπούρδελο!

  2. Στα flop ανοίγει ας πούμε J-J-3. Οπότε ο dealer αναφωνεί: όποιος έχει το τριμπούρδελο ας μιλήσει (εννοεί να φανεί με το δυνατό bet - περίπτωση draw).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαράβαλο μηχανάκι, δίκυκλο που χαλάει συνέχει και θέλει μάστορα.

- Μαλάκα βρήκα ένα 1098s τζιτζί, κούκλα σου λέω,το μαύρο με το κόκκινο χωροδικτύωμα, λέω να πα να το χτυπήσω.
- Καλά τρελάθηκες ρε συ, ducati θα πάρεις; Πού πας να μπλέξεις με τα τριμπούρδελα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος πολύ χύμα, ο διάλας, αυτός που όπου πάει τα κάνει μουνί. Η πρόθεση τρι- χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο δεύτερο συνθετικό (τρεις φορές). Αντίστοιχες λέξεις από το ίδιο πρώτο συνθετικό τριμάλακας, τρικούβερτο, τρισκατάρατος...

- Ρε τριμπούρδελο, πότε θα τελειώσεις επιτέλους αυτή την έκθεση για τον διευθυντή; Θες να μας σουτάρει όλους;
- Χαλάρωσε ρε μεγάλε και δε μου βγαίνει και η πασιέντζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σκατοκατάσταση, όταν τα πράγματα γίνονται μουνί, όταν γαμιέται ο Δίας και η Αφροδίτη, όταν τριτώνει το κακό, όταν γαμιέται το σύμπαν. Πάντα σε υπερθετικό βαθμό, βλέπε τρικούβερτο.

- Τι έπαθες ρε, χάλια σε βλέπω σήμερα!
- Άσε με ρε μαλάκα. Το πρωί τράκαρα με τη μηχανή, άργησα να πάω στη δουλειά και μου την είπανε, και όταν γύρισα στο σπίτι το βρήκα μέσα στην πλημμύρα, είχε σπάσει μια σωλήνα. Τριμπούρδελο κατάσταση σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εμπλακεί σε δυσάρεστες ή περίπλοκες καταστάσεις ή γίνει μάρτυς αυτών.

- Τι έγινε ρε Ιεροκλή;
- Άσε ρε Μνησικλή... Μ' έπιασε η Λίτσα με την πρώην μου και μας άκουσε όλη η πολυκατοικία. Τριμπούρδελο γίναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified